Το αγόρι έμενε στο κέντρο, σε μια αχανή πολυκατοικία
χρώματος μπεζ. Δεν του πολυάρεσε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει και πολλά για να
το αλλάξει. Σκεφτόταν να το σκάσει, είχε
καταστρώσει ολόκληρο σχέδιο απόδρασης, ακόμη και το πώς να φερθεί αν τον βρουν
είχε σκεφτεί. Κλειδωνόταν στο μπάνιο, φανταζόταν την σκηνή που τον βρίσκουν και πρόβαρε τις δακρύβρεχτες
και συγκινητικές του δηλώσεις μπροστά στους συγγενείς ή και τις κάμερες. Έτσι
είχε δει. Όταν εξαφανίζεται κάποιος, αν είναι όμορφος, δυνατός ή παιδί το
δείχνει η τηλεόραση, οπότε κι αυτό έμαθε προκαταβολικά εξαιρετικά τον ρόλο του
αγνοούμενου. Μερικές φορές το πίστευε κιόλας, ο ρόλος του τον βύθιζε,
πανικοβαλλόταν που είχε χαθεί, μόνο που βρισκόταν στο μπάνιο του διαμερίσματος
του απέναντι από τον καθρέφτη. Το ήξερε όμως, ήταν δειλός, δεν θα έκανε κάτι
τέτοιο.
Ο κάκτος έμενε κι αυτός στο κέντρο. Μέσα στο χάος της πόλης,
τις κόρνες, τους μουτρωμένους ανθρώπους, βρισκόταν το σπίτι του. Μια μικρή όαση.
Το ανθοπωλείο της κυρίας Μαίρης. Ο κάκτος ήξερε ότι δεν βρίσκεται στο πραγματικό
σπίτι του και ποτέ δεν συμπάθησε την κυρία Μαίρη. Όχι επειδή δεν τον πότιζε,
ίσα ίσα δεν δίψαγε και ποτέ πολύ. Απλά, ήξερε ότι η κυρία Μαίρη ποτέ δεν τον
αγάπησε. Ποτέ δεν του μίλησε, δεν του έδινε ούτε σημασία. Ο κάκτος ήταν στριμωγμένος
μαζί με τους άλλους γείτονες του, τα
λουλούδια, τις γλάστρες, τα μικρά δεντράκια και τα αρωματικά φυτά, παρ’ όλα
αυτά όμως αισθανόταν μόνος. Ερχόντουσαν και οι άνθρωποι. Ερχόντουσαν να
αγοράσουν. Αυτή ήταν και η χειρότερη στιγμή του κάκτου. Σιχαινόταν τότε,
περισσότερο από ποτέ τους γείτονες του. Με το που ακούγεται ανθρώπινη φωνή
αμέσως πανικός στη γειτονιά. Τα λουλούδια να καλλωπίζονται, να κορδώνονται
καμαρωτά και να ανταλλάζουν φιλοφρονήσεις και κολακείες μα το καθένα να εύχεται
ψιθυριστά να αγοράσουν εκείνο, να είναι εκείνο το πιο όμορφο, να αγοράσουν εκείνο. Μερικά κιόλας δεν
ήταν δίκαια και έριχναν χώμα στα άλλα την στιγμή που κατέφθανε ο άνθρωπος. Οι
γλάστρες να ξεσκονίζονται και να σπρώχνουν η μια την άλλη μήπως σπάσει καμία
και μειωθεί ο ανταγωνισμός. Τα δεντράκια, απ’ την άλλη, να απλώνουν τα κλαδιά
τους, για να κρύψουν τους υπόλοιπους . Μόνο τα αρωματικά φυτά του φαινόντουσαν
εντάξει! Ήταν πάντα ζαλισμένα, μπέρδευαν τα λόγια τους και δεν πολυνοιάζονταν για το αν
θα μπουν στην σακούλα του ανθρώπου. Ο
κάκτος ποτέ δεν ήθελε ανθρώπους. Όλοι του μοιάζανε με την κυρία Μαίρη,
σκυθρωποί και νευρικοί. Έτσι, αν τύχαινε να τον αγγίξει κανείς, αυτός έβγαζε τα
τρομερά του αγκάθια και τους τρυπούσε με όλες του τις δυνάμεις. Κλάματα, φωνές και
μερικές φορές κάποιοι τον πετούσαν με δύναμη κάτω. Πονούσε αυτό, αλλά δεν τον
ένοιαζε, αρκεί να μην μπει στην τρομακτική κίτρινη σακούλα «Άνθη – Φυτά Κυρία Μαίρη».
Το αγόρι αισθανόταν μόνο. Είχε φίλους. Τους έβλεπε στο
σχολείο και σπάνια κάποιο απόγευμα για να παίξουν. Οι γονείς του ήταν αυστηροί,
δούλευαν πολύ, έλειπαν απ’ το σπίτι. Φοβόντουσαν να βγαίνει έξω με τόσους
κινδύνους. Έτσι, το αγόρι έμενε συνήθως σπίτι, πλάθοντας όμορφες ιστορίες στο
κεφάλι του, που μετέπειτα διηγούταν στα λούτρινα αρκουδάκια του. Τα τοποθετούσε
ημικυκλικά, αυτός στο κέντρο. Μα τα αρκουδάκια
είχαν κι άλλα πράματα να κάνουν. Δεν μπορούσαν να κάθονται όλη μέρα να τον ακούν! Μάλιστα, μεταξύ μας,
ένα νευρίασε και έφυγε στην μέση μιας ιστορίας. Έκτοτε δεν ξαναμίλησε με το αγόρι.
Και επειδή τα αρκουδάκια δεν ήταν πάντα διαθέσιμα για ιστορίες, το αγόρι είχε
επινοήσει κι άλλα όμορφα παιχνίδια. Πατούσε πάνω στο χαλί, έλεγε τις μαγικές
του λέξεις και το χαλί ξεκινούσε να αιωρείται. Το αγόρι και το χαλί είχαν
ταξιδέψει πετώντας παντού στον κόσμο. Αλήθεια είναι! Τους έχω δει κι εγώ! Άλλοτε πολεμούσε με δράκους κι άλλοτε βρισκόταν σε όμορφα χωριά με πολλά φυτά,
ζώα και μαγικά πλάσματα. Το αγόρι είχε αρκετή φαντασία και σκεφτείτε πως όλα
αυτά τα έκανε στο δωμάτιο του!
Ο κάκτος αισθανόταν μόνος. Κάποτε, παλιά (τη λέξη «παλιά»
χρησιμοποιεί κι ο ίδιος, δεν θέλει να θυμάται πιο συγκεκριμένα) συγκατοικούσε
στην πορτοκαλί γλαστρούλα του με μια μικρή πέτρα. Η πέτρα κι ο κάκτος ήταν
αχώριστοι. Όλοι τους έλεγαν πόσο άσχημοι είναι, πως κανείς δεν πρόκειται να
τους αγοράσει. Ίσως ήταν αλήθεια. Αλλά τι τους ένοιαζε; Είχαν ο ένας τον άλλο,
μιλούσαν με τις ώρες, παίζανε κι αισθάνονταν βαθιά φιλία ο ένας για τον άλλον.
Μα, γιατί οι πέτρες και οι κάκτοι είναι τόσο παρεξηγημένοι; Είναι υπέροχα πλάσματα και στα ταξίδια που
‘χω κάνει έχω γνωρίσει αξιαγάπητους κάκτους και πέτρες και έχουμε κάνει τέλεια
παρέα!
Μια μέρα, οι γονείς του αγοριού το φώναξαν στον σαλόνι. Δεν
είχε καλούς βαθμούς στο σχολείο κι έπρεπε να εντατικοποιήσει το διάβασμα. Τέρμα
κι οι λιγοστές βόλτες! «Θα ‘ρθει μια κυρία να σε βοηθάει με τα μαθήματα.».
Μια μέρα, η κυρία Μαίρη επισκέφτηκε τον κάκτο και την πέτρα.
Ναι, σωστά υποψιαζόταν. Ο κάκτος αναπτύσσεται κι η πέτρα τον εμποδίζει. Την
απομάκρυνε και την πέταξε στον κάδο. Εξάλλου, «μια πέτρα είναι, σιγά».
Το αγόρι κι ο κάκτος ήταν θλιμμένοι και περισσότερο μόνοι
από ποτέ. Το αγόρι έκλαιγε κρυφά στο μπάνιο, ενώ ο κάκτος προσπαθούσε να μην
μεγαλώνει άλλο, να μικρύνει, μήπως η κυρία Μαίρη έφερνε πίσω την πέτρα. Έκοβε
τα αγκάθια του, τις ρίζες του (πονούσε πολύ αυτό!), έριχνε το θρεπτικό χώμα της
γλάστρας του κάτω, μα τίποτα, δεν μίκρυνε.
Η μαμά και ο μπαμπάς του αγοριού είχαν επέτειο και η μαμά
ήθελε τα ομορφότερα λουλούδια για το
σπίτι. Πήρε το αγόρι απ’ το χέρι και μπήκαν στο αμάξι.
«Άνθη- Φυτά κυρία Μαίρη»
Αυτό έγραφε η ταμπέλα.
Και το αγόρι ενθουσιάστηκε.
Η μαμά έκανε πολύ ώρα να διαλέξει τα ομορφότερα λουλούδια κι
έτσι το αγόρι μπορούσε να κοιτάξει ελεύθερα όλα τα φυτά και τα λουλούδια της κυρίας
Μαίρης. Έπρεπε να ήσασταν εκεί να βλέπατε από κοντά. Πανικός! Ήταν σαν όλα να
προετοιμάζονται να πάρουν μέρος σε διαγωνισμό ομορφιάς. Το αγόρι παραξενεύτηκε,
δεν καταλάβαινε γιατί να προσπαθούν τόσο πολύ να δείχνουν όμορφα. Η μαμά τα
έκρινε όλα εξονυχιστικά. Κοιτούσε λεπτομερώς τα χρώματα και τα σχήματα και
συνεχώς απέρριπτε ολοένα και περισσότερα. Τα λουλούδια και τα φυτά δεν άντεχαν
την τόση σκληρή κριτική και πολλά ξεσπούσαν σε λυγμούς.
-Μηηηη! Τι κάνεις εκεί
παιδί μου; Φύγε μακριά από ‘κει, θα τρυπηθείς!
Κι η αλήθεια είναι τρυπήθηκε. Μα δεν τον ένοιαξε.
-Έλα ‘δω παιδί μου! Μάτωσες πρόσεχε! Μα και σεις κυρία Μαίρη; Κάκτο; Ποιος αγοράζει κάκτο;
Ο κάκτος τράβηξε την προσοχή του αγοριού. Ήταν το μόνο φυτό που δεν προσπαθούσε να δείχνει όμορφο. Είχε, μάλιστα, γυρισμένη την πλάτη στη μαμά και σιγομουρμούριζε. Τι σιγομουρμούριζε δηλαδή; Την έβριζε δυνατά κανονικότατα!
Ο κάκτος εντυπωσιάστηκε απ’ το παιδί. Μα δεν το ‘δειξε, είχε μάθει να ‘ναι δύσπιστος με τους ανθρώπους. Το αγόρι, όμως, δεν του φαινόταν όπως οι άλλοι. Έτσι ένιωθε και μεσ’ την ντροπή του απηύθυνε τον λόγο, αφού πρώτα έφτιαξε την φωνή του ώστε να ακούγεται βαριά και τρομακτική:
-Μικρέ άνθρωπε, κάνε πίσω. Είμαι πολύ επικίνδυνο φυτό. Θα γδάρω όλο σου το σώμα με τα αιχμηρά μου αγκάθια!, είπε και πήρε μια βαθιά αναπνοή, φουσκώνοντας το σώμα του και δείχνοντας τα αγκάθια του.
Το αγόρι τον άκουσε. Πλησίασε προς το μέρος του και έσκυψε για να τον δει καλύτερα. Ένα αγκάθι τον τσίμπησε και μια κόκκινη βούλα αίματος σχηματίστηκε στο χέρι του.
-Από πότε οι κάκτοι μιλάνε;, σκέφτηκε δυνατά.
-Από τότε που μιλάνε και οι άνθρωποι! Κοίτα την δουλειά σου!
Ο κάκτος δεν κατάλαβε αν το αγόρι τον άκουγε. Ακολούθησε μια μικρή σιωπή με το αγόρι να κοιτάζει επίμονα τον κάκτο.
-Γιατί δεν με κοιτάς με φόβο για τα αγκάθια μου; ρώτησε αμήχανα εν τέλει ο κάκτος.
-Μα δείχνεις καλός. Και να που με τρύπησες, τι έπαθα; Σιγά, δεν ήταν και τίποτα!
-Λες ότι δεν είμαι δυνατός;!, φώναξε ο κάκτος ξαναφουσκώνοντας το σώμα του και επιδεικνύοντας τα τρομερά του αγκάθια για μια ακόμη φορά.
-Λέω ότι μου φαίνεσαι καλός. Δεν είσαι σαν τα άλλα φυτά εδώ., απάντησε το αγόρι.
Ο κάκτος κοκκίνισε απ’ την ντροπή. Ποτέ δεν τον έχουν ξαναπεί έτσι.
-Ούτε εσύ μοιάζεις με τους άλλους ανθρώπους., είπε ντροπαλά και διστακτικά.
-Δεν σ' αρέσει και πολύ εδώ μου φαίνεται.
Ο κάκτος δεν απάντησε μα το αγόρι κατάλαβε.
Το αγόρι τον πήρε αγκαλιά μα δεν τρυπήθηκε.
Ο κάκτος ξαφνιάστηκε και τον αγκάλιασε σφιχτά κι αυτός.
-Πάμε μικρέ, φεύγουμε! Η μανούλα διάλεξε λουλούδια! Μα τι κάνεις εκεί ρε αγόρι μου; Τι σου πα; Φύγε απ’ τον κάκτο! Έλεος πια! Λοιπόν πάω να πληρώσω και όταν γυρίσω να με περιμένεις στο αμάξι. Μην σε δω με αυτό το πράμα, την έβαψες! Θα γεμίσεις αίματα και δεν θα κάθομαι μετά εγώ να σου βγάζω ένα – ένα τα αγκάθια! Άντε!, φώναξε η μαμά του αγοριού.
Το αγόρι δεν άκουσε τι είπε, δεν της έδωσε σημασία. Πήρε τον κάκτο, τον έβαλε στην τσάντα του και πήγε στο αμάξι να την περιμένει.
Έφτασαν σπίτι και τον έβαλε στο μικρό του μπαλκονάκι, όπου
οι γονείς του δεν κάθονταν ποτέ. Από τότε το αγόρι κι ο κάκτος είναι αχώριστοι, ενώ το αγόρι
ποτέ δεν κατάλαβε γιατί οι άνθρωποι φωνάζουν τόσο πολύ για τα αγκάθια. Πότε δεν
τον πόνεσαν όσο σφιχτά κι αν αγκαλιάζονταν, όσες φορές κι αν κοιμήθηκαν μαζί
διηγούμενοι ο ένας ιστορίες στον άλλο. Ίσως να μην τα πρόσεξε ποτέ, ίσως να μην
πρόσεξε ποτέ κι ότι διαφέρανε. Κι αν του το λέγανε, αυτόν δεν τον ένοιαζε,
γιατί στον κάκτο βρήκε έναν αληθινό φίλο.
-Αγγέλας