Λατρεύω τα σύννεφα. Τα άσπρα κυρίως, τα παχουλά, που κάνουν παρέα στον ήλιο τις φωτεινές μέρες. Αλλά και τα γκρίζα, που μοιάζουν με ναζιάρικα παιδιά που κάνουν καπρίτσια για να τους πάρεις ένα γλυκό ή παιχνίδι. Ξαπλώνω κάτω, κλείνω τα μάτια, και τα σύννεφα έρχονται προς το μέρος μου, μου προσφέρουν τα απαλά τους χέρια και με προσκαλούν στη βόλτα τους. Ανεβαίνω σε ένα απ'αυτά, κάθομαι αναπαυτικά και κολυμπάω στον ουρανό, βλέποντας τα πάντα από ψηλά τόσο μικρά και ασήμαντα που τα ξεχνάω όλα. Πάντα όμως προσγειώνομαι απότομα. Τα σύννεφα θυμώνουν όταν βρίσκομαι για πολύ ώρα στα μέρη τους, πιστεύουν πως τα βρωμίζω. Επέστρεψα στην ταράτσα του κτηρίου. Περπατάω μέχρι την άκρη του και πηδάω.
Σπίτι. Η κυρά Κατσαρίδα φοράει την ροζ ποδιά της και ξεφουρνίζει ένα κέικ με κομμάτια μυρμηγκιού και σιρόπι χρυσόμυγας. Το γλυκό είναι πολύ εντυπωσιακό, εξάλλου η ίδια φημίζεται για τις ικανότητες της στην κουζίνα. Αφήνει το κέικ να κρυώσει στο παράθυρο και ξυπνάει τα παιδιά για το σχολείο. Μέχρι να ετοιμαστούν, το κέικ έχει κάπως κρυώσει. Η κυρά Κατσαρίδα το κόβει με το καλό της μαχαίρι σε όμορφα κομμάτια και τα σερβίρει στην πορσελάνινη, λουλουδάτη πιατέλα της. Χαζεύει το δημιούργημα της και για μια στιγμή πιστεύει πως δεν πρέπει να φαγωθεί ποτέ. Πρέπει να μείνει έτσι ανέγγιχτο, να θαυμάζεται για την ομορφιά του για πάντα, να γραφτεί στην ιστορία, μέχρι που τα παιδιά, βιαστικά, τρέχοντας, πήραν από ένα κομμάτι και έφυγαν για το σχολείο. Το δημιούργημα της έμοιαζε κενό και βεβηλωμένο, η γεωμετρική και συμμετρική του εμφάνιση καταστράφηκε. Το χειρότερο γι΄αυτήν όμως ήταν πως τα παιδιά, αλλά ακόμη περισσότερο ο άντρας της δεν θα εκτιμούσαν την κομψότητα της γεύσης του γλυκού της.
Ο άντρας είχε φύγει από νωρίς για δουλεία και αυτή βρισκόταν τώρα μόνη στο σπίτι. Έβγαλε τα ρούχα της και στάθηκε γυμνή μπροστά στον καθρέφτη. Επεξεργάστηκε το είδωλο της. Δεν έμοιαζε σε αυτήν. Ένιωσε μια βαθιά δυσφορία, που γρήγορα εξελίχθηκε σε μίσος για την ίδια. Άλλαξε προφίλ, ελπίζοντας κάποιο άλλο να την κολακεύει περισσότερο ή να θυμίζει κάτι από το παλιό της εαυτό. Στον καθρέφτη έβλεπε πλέον ένα παραμορφωμένο πλάσμα με ελάχιστα ή καθόλου στοιχεία που να επιβεβαιώνουν ότι είναι αυτή. Φώναξε δυνατά. Παραμορφώθηκε κι άλλο. Έμοιαζε με τέρας έτοιμο να επιτεθεί. Φώναξε πιο δυνατά και μεταμορφώθηκε σε μια σκοτεινή και αηδιαστική μάζα, αδύνατον να την αντικρίσει κανείς και να μην τραπεί σε φυγή. Φώναξε κι άλλο, πιο δυνατά και τα πάντα γύρω της παραμορφώθηκαν, άλλαξαν όψη και άρχισαν να της μιλούν πρόστυχα και να την βρίζουν. Έσπασε τον καθρέφτη με το χέρι της και άρχισε να τρέχει.
Το έδαφος κάτω από αυτήν έτρεμε και άρχισε να καταρρέει, ενώ οι γύρω της την κοιτούσαν εξονυχιστικά από πάνω μέχρι κάτω απαξιωτικά και μετατρέπονταν σε μικρά ατσάλινα κόκκινα κουτάκια που άρχισαν να γελούν εις βάρος της δυνατά, τόσο δυνατά που νόμιζε πως τα αυτιά της θα σπάσουν και η ίδια θα συρρικνωθεί από τον ήχο. Έτρεξε γρηγορότερα, όμως τα πόδια της έπαψαν να την υπακούν και κόλλησαν στην άσφαλτο. Το περιβάλλον γύρω της μεγάλωσε, κάνοντας την ίδια να μοιάζει πολύ μικρή και ευάλωτη, ενώ ο ήχος έγινε ακόμη πιο εκκωφαντικός και ανυπόφορος. Ξάπλωσε κάτω και έκλεισε τα μάτια.
Τα σύννεφα ήρθαν και την πήραν. Η κυρά Κατσαρίδα είχε χάσει τις αισθήσεις της. Τα σύννεφα την άφησαν πάνω σε μια ταράτσα και την φίλησαν στοργικά. Η κυρά Κατσαρίδα άνοιξε τα μάτια της και βρέθηκε σε μια ακτή, πάνω σε κάτι ψηλά βράχια. Η θάλασσα από κάτω χτυπούσε δυνατά την στεριά και ο άνεμος παρέσερνε τις σκέψεις της. Προχώρησε μπροστά και βρέθηκε στην άκρη των βράχων. Κοίταξε χαμηλά, την θάλασσα. Πήρε μια βαθιά ανάσα, έκλεισε με το χέρι της την μύτη της και πήδηξε.
Εκείνη τη στιγμή, λίγο πριν βουτήξω, είδα στην θάλασσα τον εαυτό μου. Την εξευγενισμένη, μη παραμορφωμένη εκδοχή του, με τις στραβές κεραίες, τα παχουλά μάγουλα και τα κοντά ποδαράκια. Μου χαμογέλασε άγαρμπα και μου προσέφερε ντροπαλά μια μπάλα.