Η μικρή Νεφέλη δε μίλαγε συχνά. Της άρεσε η lita και έλεγε πως της μοιάζω. Ήταν ενθουσιώδης και όλοι την ήξεραν έτσι. Αυτή και η λεμονιά ερχόντουσαν στα odeon. Μου έπαιρνε τα φίλτρα και έκανε πως καπνίζει, κι ύστερα γελούσαμε. Και γελούσε δυνατά η Νεφέλη. Και είχε πλάκα. Σαν γνώρισε τον έρωτα, έγινε πολύ χαρούμενη. Θυμάμαι είχαμε μια κούνια και κάπου σκαστές καθόμασταν και λέγαμε. Μιλάγαμε εννοώ! Και μίλαγα εγώ και μίλαγε κι αυτή και όσο μιλάγαμε πληγωθήκαμε και οι δυο. Η κούνια έγινε καφετέρια και η καφετέρια παγκάκι με μπύρες, αλλά η Νεφέλη και 'γω συνεχίζαμε να μιλάμε και να λέμε πράγματα ασταμάτητα. Και πίστευα πως μοιάζαμε κι ίσως δε μοιάζαμε καθόλου, αλλά δεν είχε σημασία. Για καμιά μας δεν είχε σημασία. Και έμοιαζε με έρωτα, με δαχτυλίδια χίλια, και 'γώ έμοιαζα με τη μάνα της πολλές φορές στη γκρίνια. Κι ό,τι κι αν γίνει στη ζωή, δικιά μου ή δικιά της, ενωθήκαμε που λες στα μέσα και στα έξω. Και την είδα με κάθε λογής πτυχή και γνώρισα έναν άνθρωπο λες και ήμουνα αυτή.
-λ