[Ψάχνοντας αποχρώσεις στο λευκό ενός ακανόνιστου τοπίου]
Υπάρχει κάτι πίσω από αυτό το τοπίο;
Μέρες τώρα έχω το βλέμμα
μου στην ίδια κατεύθυνση, στον ίδιο
χώρο, στην ίδια παλέτα χρωμάτων, στη
χωροταξία των πραγμάτων που έχω πια
αποστηθίσει με τις κόρες των ματιών
μου. Ένας άλλοτε φασαριόζικος δρόμος,
το γέρικο δέντρο, η λευκή ταμπέλα του
μαγαζιού με τα μεγάλα κεφαλαία μαύρα
γράμματα, και, απέναντι, οι πολυκατοικίες,
πιο νεκρικές από ποτέ. Ναι, βλέπω το
τοπίο με αυτή την αίσθηση της όρασης,
που αρχίζει να απαιτεί μεγαλύτερη
ενέργεια για να διατηρήσουμε, ως αισθητικό
αλλά ειδικά ως νοητικό εργαλείο αφύπνισης,
προσπαθώντας να αντισταθούμε στο βάλσαμο
του ύπνου, στην ζεστασιά της αποστασιοποίησης,
στην υπνηλία των ημερών. Η ανία των
ημερών αυτών, που σκιαγραφείται στα
βλέφαρα που κλείνουν, στο μονότονο
βάδισμά μας, και στις μοναχικές ανάσες
της πόλης.
Μουνταμάρα.
Απλώνεται σα βαρύ πέπλο
στην ατμόσφαιρα και κάνει ανιαρή την
κάθε κίνηση, σκέψη και συναναστροφή.
Είναι αυτή η πουτάνα που με κάνει
κατατονική και γριά, που με φέρνει
αντιμέτωπη με το χειρότερο φόβο: το
τίποτα. Βιώνω την καθημερινότητά μου
σαν ένα κατατονικώς σχιζοφρενικό ψάρι
στη γωνιά του ενυδρείου, το οποίο είναι
εξοπλισμένο με ηχοσυστήματα που παίζουν στη διαπασών
ατονικές φρικαλεότητες και μινιμαλιστικές
συχνότητες, που μου δημιουργούν οράματα
και σκιές, στα αφρίσματα και τις
μπουρμπουλήθρες της μονόλιτρης υδάτινης
περιεκτικότητας στην οποία μας κλείσανε.
Λες έτσι να σκοτώνουν την ώρα τους τα
ψάρια που κλείνουμε στις γυάλες και στα
ενυδρεία; Ίσως να παίζουν με την
αντανάκλαση της φάτσας τους, με τη μεγέθυνση
ή σμίκρυνση των σχημάτων που βλέπουν
μέσα απ’ το γυαλί, ή κάνοντας ελεύθερο
κολύμπι απ’ τη μια άκρη στην άλλη, μέχρι
να κουραστούν και να τους πάρει ο ύπνος.
Ξέρεις κάτι; Τώρα που γύρισε ο τροχός
και μπήκα στη θέση τους, νιώθω πως τα
κατανοώ κάπως. Να ξεκινήσουμε εκστρατεία
για τη χορήγηση εικονικής πραγματικότητας
σε όλα τα ενυδρεία του πλανήτη!
Μα τι είναι αυτό το
τοπίο τέλος πάντων;
Πού πήγαν τα φεγγάρια
με τα αλυχτίσματά μας στους δρόμους,
πού πήγαν τα ξημερώματα που μας έβρισκαν
κορεσμένους σε νυχτερινές τρέλες,
αυθόρμητους έρωτες και μεθυσμένες
συζητήσεις; Και ποιος θα μας επιστρέψει
πίσω όλες αυτές τις χαμένες ώρες της
νιότης; Μουνταμάρα και αναμονή. Αναμονή,
για το δείκτη που θα σημάνει το τέλος
της ώρας, και την έναρξη της επόμενης,
αναμονή για τη σελίδα που θα δώσει τέλος
στο κεφάλαιο αυτό, και θα γυρίσουμε
σελίδα για ένα καινούριο. Η χρωματική
μου παλέτα είναι ψυχρή και πλέω σε
υδάτινη κυανοτυπία. Βρίσκω εύκολη την
απογοήτευση τον τελευταίο καιρό. Είναι
και το δεύτερο από τα πιο συνήθη
συναισθήματα που σκιαγραφούνται πάνω
στα πρόσωπα των περαστικών, μετά την
ανία. Μερικές φορές έχει ωραίο φεγγάρι
έξω, αλλά βαριέμαι να βγω και να το δω…
Άλλωστε, μπορώ να δω όσες πανσελήνους
θέλω μέσα απ’ την οθόνη του υπολογιστή
μου, ανά πάσα στιγμή. Σήμερα έκανα βόλτα
με ένα πολυτελές αμάξι στους
δρόμους του Λονδίνου, του Παρισιού, του
Άμστερνταμ, της Πράγας… σε πάει όπου
θες, πρώτο πράμα. Ήθελα να φάω ένα παγωτό
στη Χαβάη, αλλά η τεχνολογία της εποχής
δεν μου το επιτρέπει ακόμα. Έτσι κι
αλλιώς εμείς εδώ έχουμε χειμώνα. Έχω
συνηθίσει και ξέρω πως το διαδίκτυο
είναι πλέον ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής
μου. Ειδικά, τώρα, που έχουμε οργανώσει
όλη μας τη ζωή μέσα του, νιώθω μέρος μιας
μαγικής διάστασης. Το ί ν τ ε ρ ν ε τ . Αν
επαναλάβεις τη λέξη πολλές φορές θα
αρχίσει να ακούγεται αλλόκοτη. Ίντερνετ,
ίντερνετ, ίντερνετ, ίντερνετ. Εκπαίδευση,
εργασία, διασκέδαση, τέχνη, πληροφόρηση,
γνωριμία, βόλτα, ψώνια, επικοινωνία, λογαριασμοί,
συναντήσεις, σεξ, κοινωνική ζωή. Τα έχει
όλα, και δε σου κάνει εντύπωση. Ωστόσο,
είναι ενδιαφέρον, το πώς μια κοινωνία
τόσο βαθιά προσηλωμένη στο πνεύμα του
υλισμού είναι ταυτόχρονα βαθιά εξαρτημένη
από κάτι τόσο άυλο, το διαδίκτυο, σαν να
είναι η απόλυτη ύλη, η πανάκεια, αλλά
και πώς όλοι επιδίδονται σε αυτήν, για
να αισθανθούν μια πλασματική υλική
πραγμάτωση.
Φοβάμαι,
μόνο, μη συνηθίσουμε.
Αυτό απ’ το οποίο κινδυνεύουμε περισσότερο
είναι ο εγκλεισμός του νου. Με τον νου
οργανώνουμε τις λέξεις σε ιδέες και
έννοιες, με τον νου ανατρέχουμε στα
συρτάρια των αναμνήσεων, με τον νου
βουτάμε στα άδυτα της ψυχοσύνθεσής μας.
Με τον νου επεξεργαζόμαστε την ακατέργαστη
ύλη και την κάνουμε ιδέες, με τον νου
εξεγειρόμαστε. Με τον νου μου βλέπω τώρα
την κορύφωση της κοινωνικής διέγερσης
και το κόκκινο της φωτιάς, εκεί που
κυριαρχεί το λευκό της αδράνειας. Φοβάμαι
μην αποκτήσουμε αντισώματα στα πάθη
από τα όνειρα που γκρεμίζονται, τις
προσδοκίες που μένουν ανεκπλήρωτες και
τα συναισθήματα που μένουν μισά. Φοβάμαι, τέλος,
μην ξεχάσουμε πώς να πετάμε, και
απομονωθούμε, τελικά, στην ζεστασιά και
την οικειότητα του τετραγωνικού μέτρου
που καταλαμβάνουμε ως υπάρξεις.
Υπάρχει τελικά κάτι
πίσω από αυτό το τοπίο;
Έχω καιρό να κοιτάξω
τον ήλιο. Είπαμε πως δε θα τον αφήσουμε
να σβήσει, αλλά έχουμε σταματήσει πια
να κρατάμε ημερολόγια. Κατέληξαν όλες
οι μέρες μας αποστήθιση ενός ανιαρού
μονόπρακτου. Μόνες αποχρώσεις της ημέρας
είναι οι εκάστοτε κυβερνητικές -θεατρικές-
πράξεις, στο παλκοσένικο της «έννομης
τάξης». Είναι σαν να χάνουμε απ’ τα
χέρια μας το μελάνι της ιστορίας μας. Αλλά θα
συναρμολογήσουμε τα σκόρπια μέλη μας
και θα ξεφύγουμε από το «θέατρο του
παραλόγου». Θα έρθει η ώρα να
συνειδητοποιήσουμε, πως τα όνειρα και
οι αναπαραστάσεις της φαντασίας μας
δεν είναι ένα απλό συναισθηματικό
καταφύγιο, ούτε χίμαιρες, αλλά τεμαχισμένα
καρέ απ’ τον ρου της ζωής που εμείς θα
βάλουμε σε κίνηση, είναι εκρήξεις
χρωμάτων απ’ τις οποίες θα αντλήσουμε
μπογιές και θα ζωγραφίσουμε το δικό μας
τοπίο, και θα του δώσουμε νόημα και
μορφή, σάρκα και οστά.
Αποφάσισα να κοιτάξω τον ήλιο. Τον κοιτάζω, μα δεν καταλαβαίνω σε ποιο σημείο βρίσκεται…σε μια προηγηθείσα ανατολή, ή στην επικείμενη δύση; Παρ’ όλ’ αυτά, μετά από τόσο καιρό, βλέπω ένα πουλί να πετάει, και να διασχίζει με τα φτερά του τον νωχελικό ουρανό.
Πρόλαβα το ηλιοβασίλεμα.
Τελικά είναι μια δύση
που θα οδηγήσει σε μια νέα ανατολή. Δεν
ξέρω τι μας περιμένει πίσω από αυτό το
τοπίο, αλλά, ξέρω πως κάθε φορά που
σκοτεινιάζει, μοιάζει να προστίθεται
ένα ακόμη κομμάτι στο μουντό παζλ της
δυστοπίας. Κάθε φορά που μια ανάσα
κόβεται, κάθε φορά που το κερί σβήνει
και μια ιδέα πεθαίνει. Ωστόσο, αν βγεις
έξω τη νύχτα, θα δεις μερικά εναπομείναντα αστέρια
να στέκουν στωικά και να φωτίζουν το
σκοτεινό θόλο. Αφουγκράσου, δες τα πώς
ουρλιάζουν, έτσι, άναρχα μέσα στο μικρό
κομμάτι από το άπειρο του σύμπαντος που
γευόμαστε. Όταν θα αρχίσουμε κι εμείς
να κοιτάμε ψηλά, όταν πάψουμε πια να
γέρνουμε στο έδαφος παραιτημένοι στη
μοίρα της αποσύνθεσης, τότε θα δούμε
πως έτσι αιώνιοι είμαστε κι εμείς και
οι ιδέες μας. Παρ’ όλ’ αυτά, λένε πως ο
ουρανός που αντικρίζεις τώρα, αντιστοιχεί
σε μια παρελθοντική του εικόνα. Άραγε,
πόσα αστέρια έχουν μείνει στον ουρανό
μας σήμερα;
Κείμενο: Βανέσα Σελε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου