13.11.18

τελεία

Η ομορφιά στο νερό είναι όταν φεύγει απ’ τη χούφτα
στο χώμα όταν πατήσεις στο πλοίο
στον ήλιο την ώρα που δύει
και στις ματιές σαν τις παίρνει το τραίνο

Συμπέρασμα εδώ δεν υπάρχει
-μόνο στιγμές-
το ποίημα συνεχίζεται για πάντα
γι’ αυτό δε θα βρεις ομορφιά εδώ

-Ψογκ 

(το ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε στο Μαμπέτι #3)

3.11.18

Δύση

Και ξερτέ βρε Αρκαντάσηδες
πώς μπερδεύτηκεν ο κόμπος
γιατί την ανακάλυψε
αυτή τη γη ο Κολόμπος;
(Πινόκλης, παραδοσιακό)

Στην ήπειρο που σήμερα ονομάζουμε Αμερική, για χιλιάδες χρόνια ζούσαν μερικοί από τους πιο αξιόλογους πολιτισμούς, με εντυπωσιακές επιστημονικές επιτυχίες για την εποχή τους, με απαράβατους ηθικούς κώδικες, έχοντας έντονη σχέση με τη φύση και ζώντας εναρμονισμένοι με όλο το υπόλοιπο οικοσύστημα. Όλα τούτα μέχρι το 1492. Κι αυτό γιατί οι μέχρι τότε κάτοικοι της Αμερικής έκαναν ένα μεγάλο λάθος: Δεν ανακάλυψαν τη βιομηχανία και –κυρίως- την πυρίτιδα.

Σε Κούβα, Ισπανιόλα και Τζαμάικα ζούσαν 1,5 εκατομμύριο αυτόχθονες, μέχρι να τις ανακαλύψει ο Χριστόφορος Κολόμβος και να φτάσουμε στο 1550 όπου δεν είχε απομείνει ούτε ένας. Μετέπειτα, όταν οι Πορτογάλοι ανακάλυψαν τη Βραζιλία, το 1500, υπολογίζεται ότι κατοικούσαν εκεί περίπου 3 εκατομμύρια Ινδιάνοι. Το 1950 δεν ήταν περισσότεροι από 150 χιλιάδες. Απλά και μόνο διότι τα πιστόλια είναι αποτελεσματικότερα απ’ τα ακόντια. Στο Μεξικό υπήρχαν 112 εκατομμύρια Ινδιάνοι πριν την άφιξη του Κορτές, το 1512. Εκατόν είκοσι χρόνια μετά δεν ήταν παραπάνω από 1,2 εκατομμύρια! Στα εδάφη της αυτοκρατορίας των Αζτέκων το 1519 ζούσαν 25 εκατομμύρια Ινδιάνοι, όπου ως τα τέλη του 16ου αιώνα κατάφερε να γλιτώσει από τη σφαγή μόνο το 1 εκατομμύριο. Σύνολο, δηλαδή, περίπου 140 εκατομμύρια νεκροί ιθαγενείς, δολοφονημένοι από τους Δυτικούς.

Το 1968 μάλιστα, οι αρχές παραδέχτηκαν ότι υπάλληλοι της Υπηρεσίας Προστασίας των Ινδιάνων δωροδοκούνταν από εταιρείες για να τους επιτρέπουν να πουλούν τις γαίες όπου κατοικούσαν Ινδιάνοι. Πληρώνονταν επίσης για να κλείνουν τα μάτια όταν τους εξοντώνουν με τις πιο φριχτές πρακτικές: Ομαδικές δολοφονίες, ολοκληρωτική καταστροφή των χωριών, δηλητηριάσεις με αρσενικό και φυτοφάρμακα.

Θα περίμεναν πολλοί πως πάνω στα πτώματα των Ινδιάνων, η Δύση τουλάχιστον θα οικοδομούσε έναν πολιτισμένο «ανώτερο» κόσμο, με τις ευκολίες που της παρείχε η εξέλιξη της τεχνολογίας και της επιστήμης. Γύρω στα 1900 όμως, στις Η.Π.Α., ο ένας στους πέντε εργαζομένους ήταν ανήλικος. Τα περισσότερα παιδιά εργάζονταν τουλάχιστον δέκα ώρες την ημέρα, έξι ημέρες την εβδομάδα. Ο χώρος εργασίας ήταν καλυμμένος από ένα παχύ σύννεφο σκόνης και όλα τα παιδιά-εργάτες παρουσίαζαν προβλήματα στην ακοή και στο δέρμα τους, ενώ η πιο συνηθισμένη πάθηση ήταν η νόσος των κόκκινων δαχτύλων. Το παιδικό δέρμα είναι πολύ μαλακό και τα δάχτυλα τους μάτωναν και κόβονταν πολύ εύκολα, τη στιγμή που η μοναδική άμεση θεραπεία ήταν να ουρούν πάνω στην πληγή για να σταματήσει η αιμορραγία. Τους πιο γρήγορους στη δουλειά, τους έβαζαν να εργάζονται σε ειδικούς κοπτικούς ιμάντες και θραυστικά μηχανήματα με αποτέλεσμα στην καλύτερη περίπτωση να χάνουν τα δάχτυλά τους και στην χειρότερη ακόμα και την ίδια τους τη ζωή. Όταν ένα αγόρι τραυματιζόταν θανάσιμα, δεν μάζευαν τη σορό του, αλλά την άφηναν στο σημείο και την περισυνέλεγαν στο τέλος κάθε βάρδιας. Κάπως έτσι λοιπόν μπήκαν οι βάσεις του σημερινού δυτικού καπιταλιστικού «παραδείσου».

Κι αν όλα αυτά μοιάζουν υπερβολικά, αξίζει να αναφέρουμε πως ακόμη και σήμερα, μετά από χιλιάδες απεργίες και αμέτρητους νεκρούς εργάτες, οι οποίοι διεκδίκησαν και πέτυχαν καλύτερες συνθήκες εργασίας, υπάρχουν εταιρείες στην Αμερική και όχι μόνο, όπου κατά τη διάρκεια της βάρδιας αναγκάζουν τους εργαζομένους τους να φορούν πάνες ακράτειας, προκειμένου να μην «χάνουν χρόνο» στην τουαλέτα. Ένας παράδεισος πρέπει να παραμείνει πάντα παράδεισος, αρκεί να ξεχάσουμε, για παράδειγμα, πως πλέον μέσα σε διάστημα ενός μόνο χρόνου, ένας στους πέντε Αμερικανούς αντιμετωπίζει κάποια ψυχική ασθένεια. Ένας το χρόνο, από κάθε παρέα.

Αυτά δεν είναι παρά ελάχιστα από τα όσα άρρωστα συμβαίνουν στον Δυτικό κόσμο. Τα αστραφτερά φώτα και τα λαμπερά χαμόγελα είναι το αποσμητικό της μπόχας που κυριαρχεί σχεδόν παντού. Μία κοινωνία που είναι χτισμένη πάνω στο θάνατο και παρεμένει περήφανη γι’ αυτό, δεν μπορεί να παράξει κάτι άλλο παρά θάνατο.

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στο Μαμπέτι #1)