Μια ανθισμένη κερασιά, ένας ήλιος, λίγα
σύννεφα, ένα παιδικό παιχνίδι, λίγη ξεγνοιασιά… ένα χαμόγελο, ένας ψυχρός
αέρας, περισσότερα σύννεφα... ένα ζευγάρι καφέ μάτια, μια ξαφνική καταιγίδα,
μια αγκαλιά να κρυφτείς, ένα σχολικό προαύλιο... μια φωνή…
- Έλα σήκω! Είναι ώρα να ξυπνήσεις!
- Δεν θέλω!
- Πρέπει να πας σχολείο!
- Μα μαμά..
- Σήκω!
- Δεν θέλω, μαμά… μα μαμά…
Μα-μα-μα-μα… η πρώτη συλλαβή της λέξης που σκέφτεται όταν φοβάται.. η συλλαβή ηχεί στα αυτιά του σαν σειρήνα ασθενοφόρου. Αχ! Μα δεν αντέχει τον ήχο του ασθενοφόρου! Μα. Μα. Μα. Μα… Αχ!
Σηκώθηκε από το κρεβάτι ζαλισμένος από το αλλόκοτο όνειρο. Κοίταξε το πρόσωπό του στους αμέτρητους καθρέπτες που υπήρχαν στους λευκούς τοίχους του δωματίου του. Τα τρύπια μάτια του είχαν αρχίσει να μικραίνουν από τα γηρατειά. Τουλάχιστον, με τόσους καθρέπτες να κατοπτρίζουν τη φιγούρα του, δεν ένιωθε τόσο μόνος. Ακόμη κι αν όλοι οι «άλλοι» που έβλεπε ήταν ο ίδιος.
Εδώ και ένα χρόνο είχε αρχίσει ξανά να ζωγραφίζει. Όχι κάτι ιδιαίτερο. Πολλές φορές το μόνο που έκανε ήταν να τραβάει ευθείες γραμμές σε έναν καμβά. Άλλες φορές όμως ο καμβάς χανόταν μέσα στην παλέτα των χρωμάτων, με λίγες σταγόνες μαύρου χρώματος να κάνουν, σε ορισμένα σημεία, την εμφάνισή τους. Ούτε εκείνος δεν μπορούσε, πολλές φορές, να διακρίνει τι ακριβώς αναπαριστούσαν οι εικόνες του. Κάθε φορά που ζωγράφιζε κάτι τέτοιο, από τον ενθουσιασμό χτυπούσε το συναγερμό έκτακτης ανάγκης για να έρθει η νοσοκόμα! Όμως έπειτα απογοητευόταν, όταν η νοσοκόμα τον κοίταζε απορημένη με τα δικά της τρύπια μάτια λέγοντάς του ότι ο καμβάς παρέμενε λευκός. Αυτός ήταν και ο λόγος που βρισκόταν στην κλινική. Κανείς ποτέ του δεν είχε μπορέσει να δει τις ζωγραφιές του. Όλοι θεωρούσαν ότι ήταν τρελός.
Εκείνη τη μέρα, οι γραμμές του δεν ήταν ευθείες αλλά με σκαμπανεβάσματα. Ήθελε να δείξει σε όλους ότι υπήρχε ζωή ακόμα μέσα του, πως δεν ήταν νεκρός. Ήθελε να δείξει τον κόσμο του μυαλού του, να αφηγηθεί τη ζωή του μέσα από τις ζωγραφιές του, να μπορέσουν να δουν τις μαύρες κηλίδες των ονείρων του. Μετά από «ώρες», χτύπησε ξανά το συναγερμό. Η νοσοκόμα, αγανακτισμένη πλέον, κοίταξε τον πίνακα και όπως πάντα δεν διέκρινε τίποτα. Έφυγε χωρίς να μιλήσει. Του φάνηκε πολύ περίεργο που μπορούσε να δακρύσει ενώ τα μάτια του ήταν κενά. Είχε χρόνια να κλάψει.
Το επόμενο πρωί, ενώ ήταν προσηλωμένος στις τεθλασμένες πλέον γραμμές του, μπήκε η νοσοκόμα μαζί με μια άλλη γυναίκα. Ζήλεψε που τα τρύπια μάτια της ξένης γυναίκας δεν είχαν κλείσει τόσο από τις ρυτίδες όσο σε εκείνον. «Έχεις επισκέψεις» του είπε η νοσοκόμα και έκλεισε την πόρτα πίσω της, καθώς βγήκε έξω.
Η ξένη γυναίκα κάθισε δίπλα του και του κράτησε το χέρι. Καθώς εκείνη κοίταζε τη ζωγραφιά, το ζευγάρι καφέ μάτια που είχε ονειρευτεί πήρε τη θέση στις τρύπες των ματιών της. Η γυναίκα τον κοίταξε στα «μάτια» και εκείνη τη στιγμή καθρεπτίστηκε ένα άλλο ζευγάρι οφθαλμών μέσα στα δικά της. Είχε αποκτήσει πλέον και εκείνος τα δικά του. Και μπόρεσε έτσι να δει τη δική της κερασιά, τον δικό της ήλιο, τα δικά της σύννεφα.
Μα-μα-μα-μα… η πρώτη συλλαβή της λέξης που σκέφτεται όταν φοβάται.. η συλλαβή ηχεί στα αυτιά του σαν σειρήνα ασθενοφόρου. Αχ! Μα δεν αντέχει τον ήχο του ασθενοφόρου! Μα. Μα. Μα. Μα… Αχ!
Σηκώθηκε από το κρεβάτι ζαλισμένος από το αλλόκοτο όνειρο. Κοίταξε το πρόσωπό του στους αμέτρητους καθρέπτες που υπήρχαν στους λευκούς τοίχους του δωματίου του. Τα τρύπια μάτια του είχαν αρχίσει να μικραίνουν από τα γηρατειά. Τουλάχιστον, με τόσους καθρέπτες να κατοπτρίζουν τη φιγούρα του, δεν ένιωθε τόσο μόνος. Ακόμη κι αν όλοι οι «άλλοι» που έβλεπε ήταν ο ίδιος.
Εδώ και ένα χρόνο είχε αρχίσει ξανά να ζωγραφίζει. Όχι κάτι ιδιαίτερο. Πολλές φορές το μόνο που έκανε ήταν να τραβάει ευθείες γραμμές σε έναν καμβά. Άλλες φορές όμως ο καμβάς χανόταν μέσα στην παλέτα των χρωμάτων, με λίγες σταγόνες μαύρου χρώματος να κάνουν, σε ορισμένα σημεία, την εμφάνισή τους. Ούτε εκείνος δεν μπορούσε, πολλές φορές, να διακρίνει τι ακριβώς αναπαριστούσαν οι εικόνες του. Κάθε φορά που ζωγράφιζε κάτι τέτοιο, από τον ενθουσιασμό χτυπούσε το συναγερμό έκτακτης ανάγκης για να έρθει η νοσοκόμα! Όμως έπειτα απογοητευόταν, όταν η νοσοκόμα τον κοίταζε απορημένη με τα δικά της τρύπια μάτια λέγοντάς του ότι ο καμβάς παρέμενε λευκός. Αυτός ήταν και ο λόγος που βρισκόταν στην κλινική. Κανείς ποτέ του δεν είχε μπορέσει να δει τις ζωγραφιές του. Όλοι θεωρούσαν ότι ήταν τρελός.
Εκείνη τη μέρα, οι γραμμές του δεν ήταν ευθείες αλλά με σκαμπανεβάσματα. Ήθελε να δείξει σε όλους ότι υπήρχε ζωή ακόμα μέσα του, πως δεν ήταν νεκρός. Ήθελε να δείξει τον κόσμο του μυαλού του, να αφηγηθεί τη ζωή του μέσα από τις ζωγραφιές του, να μπορέσουν να δουν τις μαύρες κηλίδες των ονείρων του. Μετά από «ώρες», χτύπησε ξανά το συναγερμό. Η νοσοκόμα, αγανακτισμένη πλέον, κοίταξε τον πίνακα και όπως πάντα δεν διέκρινε τίποτα. Έφυγε χωρίς να μιλήσει. Του φάνηκε πολύ περίεργο που μπορούσε να δακρύσει ενώ τα μάτια του ήταν κενά. Είχε χρόνια να κλάψει.
Το επόμενο πρωί, ενώ ήταν προσηλωμένος στις τεθλασμένες πλέον γραμμές του, μπήκε η νοσοκόμα μαζί με μια άλλη γυναίκα. Ζήλεψε που τα τρύπια μάτια της ξένης γυναίκας δεν είχαν κλείσει τόσο από τις ρυτίδες όσο σε εκείνον. «Έχεις επισκέψεις» του είπε η νοσοκόμα και έκλεισε την πόρτα πίσω της, καθώς βγήκε έξω.
Η ξένη γυναίκα κάθισε δίπλα του και του κράτησε το χέρι. Καθώς εκείνη κοίταζε τη ζωγραφιά, το ζευγάρι καφέ μάτια που είχε ονειρευτεί πήρε τη θέση στις τρύπες των ματιών της. Η γυναίκα τον κοίταξε στα «μάτια» και εκείνη τη στιγμή καθρεπτίστηκε ένα άλλο ζευγάρι οφθαλμών μέσα στα δικά της. Είχε αποκτήσει πλέον και εκείνος τα δικά του. Και μπόρεσε έτσι να δει τη δική της κερασιά, τον δικό της ήλιο, τα δικά της σύννεφα.
-Jasminum
sambac
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου