Όταν είχα περάσει στη σχολή, τις Παρασκευές στην κατάληψη έρχονταν διακόσια πενήντα άτομα, χωρίς υπερβολή. Από τη μία και μετά δεν χώραγες να πας μέχρι το μπαρ, ήθελε αγώνα. Έφευγα και η μπλούζα μου ήταν σα να την είχα βάλει πάνω απ' το τζάκι με τους καπνούς που ρούφαγε από τόσο κόσμο που 'χε μέσα. Και μόνος σου να πήγαινες, και καινούριος να 'σουν στην πόλη, θα έβρισκες σίγουρα κάποιον να μιλήσεις αφού ήτανε όλοι εκεί. Από τότε βέβαια, οι πιο πολλοί πρώτα πηγαίναν και χαλάγανε αρκετά λεφτά σε καφενεία και ρακάδικα και μετά έρχονταν σε 'μας να χαλάσουν τα υπόλοιπα. Εννοείται ότι στις συνελεύσεις που γύρναγε κράνος όλο εικοσάλεπτα και πενηντάλεπτα βάζανε.
Τώρα πια, ζήτημα είναι να μαζεύονται εβδομήντα άτομα. Δεν είναι πια κουλ, υπάρχουν και «πολιτικές διαφωνίες», Χριστέ μου, για το αν θα πουλάμε βιβλία, για το αν θα κλείνει δυόμισι ή τρεις και κάτι τέτοια. Αυτοί που πρέπει όμως, είναι ακόμη εκεί και, ξέρετε κάτι, με πολλές ιδέες στα μυαλά τους, με ζωντάνια και ελπίδα παρά τις απογοητεύσεις, με πείσμα και επιμονή. Είναι εκεί και δίνουν ζωή στο καλύτερο μέρος να περάσεις την Παρασκευή βράδυ σου, στο χώρο που θα κάνεις τις πιο σημαντικές κουβέντες, στο χώρο που θα πας να αναζητήσεις κι άλλους που δεν παραιτήθηκαν απ' τον αγώνα για την ελευθερία, κι άλλους που τους νοιάζει η δικαιοσύνη και παίρνουν προσωπικά κάθε αδικία, κι άλλους σαν εσένα. Είναι και θα παραμείνουν εκεί, γιατί δεν έχουν άλλη επιλογή.
-C. Lupus
super.....
ΑπάντησηΔιαγραφή