Στο γλέντι ξεφαντώνανε
δυο νέοι μεθυσμένοι
τα ντέρτια τους τελειώνανε
κανένα δεν ξεμένει
Ο ένας μ’ ούζο και ρακή
αδιάλυτα κεφάλι
μον’ έκανε κι ο παρακεί
με βότκα πορτοκάλι
Ο πρώτος έπαιρνε τ’ αλκοόλ
έβηχε και γελούσε
κι ο άλλος μ’ αναψυκτικό
τη γεύση ξεγελούσε
Κι οι δύο μια τρελή βραδιά
ποθούσανε να ζήσουν
κι ίσως με κάποια κοπελιά
το γλέντι να τ’ αφήσουν
Ένας τους πίνει και μεθά
τ’ ανιαρό μυαλό του
όμως ποτέ του δεν ξεχνά
το άψογο τανγκό του
Ο άλλος κάπως άσκοπα
μεθάει για να μπορέσει
σ’ άγρια κίνηση άρρυθμα
ό,τ’ ένιωθε να τρέψει
Γνωρίσανε δυο κοπελιές
τους πρώτους τους θαυμάζαν
«μα τι ωραίοι χορευτές»
τους άλλους τους χλευάζαν
Οι πρώτοι φύγαν από κει
και προς το σπίτι οδεύουν
Οι άλλοι μόνοι στην ακτή
αδιάκοπα χορεύουν
Στο σπίτι εκείνος τη μικρή
σαν τρόπαιο καμαρώνει
και ρίχνει αυλαία η γιορτή
μόλις εκσπερματώνει
Κι αυτοί στην άμμο την αυγή
που ‘χε σβηστεί το βήμα
είχανε πια ερωτευτεί
τους ίδιους και το κύμα
Μαντέψτε τώρα από τους δυο
το ποιος είχε μεθύσει
με τη ρακή και ποιος χυμό
στη βότκα του είχε ρίξει
-ψ.ψ.
!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή