Είμαστε όλοι νούμερα
σε μια μακρά λίστα αναμονής. Παγιδευμένοι
σε ατελείωτες διαδικασίες καταγραφής.
Υποταγμένοι στο απόλυτο της ψυχρής
μαθηματικής ακρίβειας. Εκατομμύρια
ψηφιοποιημένες ψυχές στην τάφρο ενός
παγκόσμιου αλγορίθμου. Δισεκατομμύρια
φλέβες τρέφουν τα αδηφάγα στόματα που
φαντασιώνονται την ανθρώπινη κρίση.
Δεξαμενές πόνου αποθηκεύουν τον ιδρώτα
της εργαζόμενης μάζας και τα δάκρυα των
αδικημένων.
Είμαστε όλοι αριθμοί στη
μαθηματική σκέψη της μπουρζουαζίας.
Ερωτευόμαστε μέσα από γραφειοκρατικές
διαδικασίες, χτίζουμε δεσμούς μέσα από
τραπεζικούς λογαριασμούς, κάνουμε σεξ
στα νούμερα αυτοματοποιημένων κλήσεων
και εκκολάπτουμε τα αυγά της
οθόνης. Όσο κι αν διασταυρωθούμε μεταξύ
μας και πολλαπλασιαστούμε δημιουργώντας
συμβολικούς αριθμούς, το κάνουμε μέσα
στα περιοριστικά πλαίσια του κανονισμένου
αριθμητικού χάρτη.
Εδώ η αντίληψη του
μηδενός είναι επαναστατική. Αρκεί ένα
ξεκλείδωμα του νου για να συνειδητοποιήσεις
πως αν πολλαπλασιαστείς με το μηδέν,
γίνεσαι μηδέν. Όσοι από εμάς γίναμε
μηδενικά, κάναμε στροφή ζωής και δηλώνουμε
αποχή από το φαύλο κύκλο της αριθμητικής
αναπαραγωγής. Είμαστε τα ελαττωματικά
γρανάζια. Μηδέν. Απόλυτη απουσία
προσανατολισμένου εδάφους, άρνηση
μπαγιάτικων λαϊκισμών και ομόφωνης
ομοιομορφίας. Μηδέν και μαύρο. Τα μηδενικά
ξεπλένουν από πάνω τους τα πλαστικά
χρώματα της εμπορευματοποιημένης ζωής,
τις ληγμένες ιδεολογίες και τα σάλια
αθυρόστομων γραβατάκηδων και ξεπεσμένων
θεατρίνων. Γιατί όταν είσαι μηδενικό,
μπορείς να κυνηγήσεις και να κατακτήσεις
τον αληθινό πλούτο, αυτόν που δε μετριέται
σε μακροσκελείς αριθμούς μηχανημάτων
ανάληψης και σε στοίβες χαρτονομισμάτων.
Είμαι εγώ, είσαι εσύ,
και όλοι εμείς που ερωτευτήκαμε τη ζωή,
και που ονειρευόμαστε τη δική μας ζωή
αποδεσμευμένη από τα αγκάθια και τους
σαπισμένους στήμονες του μεγαλοαστικού
φυτού. Είμαστε εμείς, που τρέχουμε
αγκαλιά μέσα στα χαλάσματα και φωνάζουμε
με όλη μας την ψυχή, με οδηγό τα μαυροπούλια
που κατακλύζουν τον ουρανό. Άναρχα σμήνη
μηδενικών μέσα στην κανιβαλιστική
ζούγκλα. Τρέχουμε, για να διασπείρουμε
την πνοή της αντίδρασης. Τρέχουμε, για
τους απανταχού εξεγερμένους, αυτά τα
«μηδενικά». Γι’ αυτούς, που βαστούν με
σταθερό παλμό τα όπλα που φωλιάζουν στα
χέρια τους, χέρια απελευθερωτώνi.
Τρέχουμε έως ότου έρθουμε μέτωπο προς
μέτωπο με εκείνους, τους νεκροθάφτες,
τους ψεύτες, τους βασανιστές και όλους
όσους προσπαθούν να θάψουν ιδέες, τις
δικές μου, τις δικές σου, και όλων μας
τις σκέψεις. Τρέχουμε, κι όταν ξαποσταίνουμε,
γευόμαστε τις χαρές της ζωής, την απλότητα
και συνάμα τον πλούτο των κοινωνικών
και συναισθηματικών μας συνευρέσεων,
την ανθρώπινη θέρμη. Και πάντα, κρατούμε
μια αθάνατη πίστη, την πίστη πως, ναι,
κάποια μέρα θα νικήσουμε. Θα νικήσουμε,
γιατί εμείς έχουμε ανάμεσά μας τα πιο
φωτεινά χαμόγελα και τις πιο ζωντανές
ψυχές.
Κι όταν ο χάρος θα
χτυπήσει τις πόρτες μας, πάλι ως μηδενικά
θα θαφτούμε ο ένας δίπλα στον άλλον,
ίσοι και αλληλέγγυοι, όπως είμασταν και
στις μοναδικές μας κοινότητες, ελεύθεροι,
αποδεσμευμένοι από τη μανία της πρόσθεσης.
Και θα ανασταινόμαστε σε κάθε γενιά,
μέσα απ’ τις σκιές της πένθιμης σημαίας
μας κάθε φορά που αυτή θα υψώνεται, έως
ότου ανατείλει ο ήλιος της ελευθερίας.
-Βανέσα Σελε
i Η φράση αποτελεί αναφορά στο αντίστοιχο
απόσπασμα από το «Τουφέκι», του Ρικάρντο
Φλόρες Μαγκόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου