Στα μελιά τα μάτια, στο κατάσκουρο δέρμα και στα καστανά μαλλιά. Στο μεσσαίο μπόι και στο γερό του σώμα, στα βρώμικα νύχια, στο ζαρωμένο μέτωπο και στ' αραιά μουστάκια, 'κει πάνω στηρίζει την καρδιά. Τα καλοκαίρια σπαρταρά κι όλο γυρίζει, κι όταν χειμώνας πιάσει και οι καιροί τον διώξουνε, τα κρύα 'κείνος χαϊδεύει, τους τραγουδά γλυκά και τα μαγεύει. Με το κρασί και με της θάλασσας τα γλέντια, τραβάν τα χρόνια και ήλιοι σβήνουνε, μα το κουπί πάντα κυλά και σπρώχνει, σε ξένα μέρη σε γνωστά, όπου καλούν οι άνεμοι, τη λευτεριά δεν τη στριμώχνει. Στη βάρκα χάραμα νωρίς, στο καφενείο πιο ύστερα, στάζει βυθό η μιλιά του, για τις γοργόνες που συνάντησε και τόπο μυστικό κρατά, για δίχτυα, παραγάδια, πουνέντες δυνατούς και πυροφάνια, για μακρινά ξερά νησιά, για αστέρια, για λιμάνια. Περνάν απ' τις παλάμες του οι αγάπες, χορεύουνε, ματώνουνε και σιγοτραγουδάνε, κι αυτός ο απονήρευτος, ο αλμυροθρεμμένος, μπαρκάρει και τις παρατά, την πρώτη την αληθινή ζητάει, να τρέχει μες την μπλε την αγκαλιά.
*το κείμενο περιλαμβάνεται στην Μεσόγειο
-C. Lupus
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου