όλο μαζεύει το σκοινί μέσα στα χέρια μου
κι οι κεραίες ξεμακραίνουν μέχρι που τρυπούν τα σύννεφα
έχω απλώσει ένα μπουφάν, τρία μαγιό
μια αλληγορία και τα κόμπλεξ μου
αφού τρώγομαι στα ρούχα μου όταν ξεμένω από ανθρώπους
ή από νύχια
αράζω τώρα τελευταία μόνο με ηλιακούς
άντε και πιάτα νόβα αν έρθω μες στα κέφια μου
καλά παιδιά, λίγο μαλάκες, μα η θέα είναι θέα όπως και να 'χει
δυο ματιές και λες μωρέ ποιος τη γαμάει τη ναυτία
άμα τρως εδώ τις ώρες σου αγνοώντας πια το χάος
ή τα χάλια σου;
δύο, τρεις γύρους γύρω γύρω από τα κάγκελα
κοιτώ στις τσέπες μέσα μπας και μου 'πεσε το θάρρος
οι απέναντι κοιτούν απ' τις κουρτίνες και γελούν
ίσως σαρδόνια, ίσως όχι, όχι ότι παίρνω κι όρκο
θάρρος γιοκ- μόνο ψιλά, δυο μανταλάκια και αφορμές
ή μάλλον τύψεις
από την άλλη τα ρολά κρύβουν πια τα χα χα χα
μα λίγο που με κόφτει πια, βουτάω μια αντένα για ακόντιο
κι από κάτω οι ρωσοπόντιοι- σαν ακορντεόν- με βρίζουν
ή που γέμισε η τηλεόραση για μια στιγμή με στάτικ
ή που μ' είδανε κι αυτοί να τρώω τα μούτρα μου
έξι ορόφους κάτω μπρούμυτα με τα χέρια μου θαμμένα μες στις τσέπες
-Κόμμον Άλεξ
Υ.Γ.: Το ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε στο Μαμπέτι #7.
Υ.Γ.2: Το μπλογκ του Κόμμον Άλεξ: Atenas
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου