23.7.19

ερημοκλήσια

Θυμάστε, αράζαμε και δε μιλούσαμε
κι ήταν του σουβλατζίδικου το νερωμένο,
το σάπιο, το φτηνό κρασί όρκος σιωπής,
προσκυνητάρι, εικόνισμα, λάδι αγιασμένο-
μπρος στο σταμάτημα του χρόνου τι να πεις;
Τα λόγια τι ν’ αξίζουν μπρος στο τσούγκρισμα;

Θυμάστε, σε ποια θεία να προσκυνούσαμε
να βάλουμε στης σκέψης τ’ άλογο καπίστρι
και στον ξιφία της μοναξιάς του διπλανού
του κυρ Σαντιάγο να πετάξουμε το αγκίστρι,
να κάνουμε τον φάλτσο τζίτζικα του νου
νυχτοτριζόνι και γλυκό νανούρισμα…

Θυμάστε, δε μας ένοιαζαν χρήματα κι ώρα:
θάψαμε τα ρολόγια μας στη Μεσογείων
κι εν πλω: «Το να χαρίζεις είναι», είπες, «παλιά
παλιά και ξεχασμένη πράξη των αγίων!
Κι είναι το τσούγκρισμα ισάξιο μ’ αγκαλιά!
Κι είναι η αγκαλιά ισάξια με κοσμογονία!»

Λοιπόν, αδέλφια μου, μη με ξεχνάτε τώρα
που είν’ το ποτήρι του ακριβού κρασιού μονάχο
κι είναι σβησμένα στο ξωκλήσι τα κεριά
ξωκλήσια που ‘γιναν οι φίλοι μας στο βράχο
και βίρα η μνήμη, σκούνα, σάλπαρε μακριά
κι έχει ραγίσει ο άθεος κόσμος στη γωνία…


-Ψογκ

*δημοσιεύτηκε στο Μαμπέτι #6

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου