Σου τα ‘χαν πει τ’ αφρόψαρα για του Αίολου το διάβα,
θαλασσοπούλι ορφανό, με μάνα την αλμύρα
«Ξερό κεφάλι ο καιρός και πεισματάρα η μοίρα»
Κι απ’ τον Πειραιά ξεκίνησες και βγήκες στο Μολδάβα
Σε γέφυρα του Τάμεση πίνεις φτηνό μηλίτη
και σλιβοβίτσα τσέχικη κάτω από του Καρόλου
και πριν χαθείς ταξιδευτή μες στο πετσί του ρόλου
Na zdravi και μουρμούρισες απόφθεγμα του Ελύτη
Στάζουν τα καραβόσκοινα όλο σκουριά κι αλάτι
Μα είναι πικρή στο ράμφος σου η γλύκα η ποταμίσια
Κι αν ίδια γεύση έχουν παντού τα βραδινά μεθύσια
Δεν έχετε άγκυρα, ζωή και χρόνε κωπηλάτη!
Ούτε σε ρώτησ’ ο άνεμος αν θέλεις καλοκαίρι
ούτε στο χώμα κοίταξε τις ρίζες σου από ξύλο
μονάχα σ’ είδε στα κλαδιά κιτρινισμένο φύλλο
κι έτσ’ οι εποχές σε τράβηξαν με βία από το χέρι
Σαν ποταμόπλοιο ζεις, λοιπόν, σε μπόρες και σε χιόνια
και του πελάγου το άνοιγμα μες στα όνειρά σου σκιάχτρο
πια δεν κοιτάς πριν κοιμηθείς προς το βορρά για το άστρο
μ’ αν τα ‘χεις τσούξει το ρωτάς: «Πώς πέρασαν τα χρόνια;»
-Ψογκ
Υ.Γ.1: Na zdravi = "Στην υγειά μας" στα Τσέχικα.
Υ.Γ.2: Το ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε στο Μαμπέτι #2
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου