Στη βραδινή τη βάρδια, μονάχη στέκει
στο πλάι σκέτα τ’ όπλο της βαστά γερά.
Απ’ του βουνού τις ξερολιθιές, ακέραια κρατά
στη γη βαθιά, πέτρα χωμένη να θυμίζει
λίγο που ξεπροβάλλει, τον ήλιο ν’ αντικρίζει.
Σε τούτους τους βουβούς καιρούς
που τα μυρμήγκια βασιλεύουν
εκείνη αρπάζει τη θαμμένη λεβεντιά
να φυλαχτεί από της σήψης την πολιορκία.
Από οικοδομές χορταριασμένες δραπετεύει
κι απάνου στης κορφής τις αγριάδες
τους λύκους κάνει φίλους της
βγάζουν τα ρούχα τους μαζί
και χτίζουν αγκρέμιστα καταφύγια.
Με μάτια που ξέρουν
με μάτια φουντωμένα
μια σκούρα σκοτεινή βραδιά
μπάρκο σκαρώνει τολμηρό
μονάχη στα βουνά να περπατά
της λευτεριάς αποζητά τις χάρες.
Τη μάχη, λέει, θα τη συνεχίσει
φράχτες, παλάτια θα γκρεμίσει
περήφανη αντάρτισσα, κάποτε θα γυρίσει.
Στην τελευταία τους βραδιά
στερνό τραγούδι αντηχεί
όρκος γι’ αντάμωμα σφιχτός.
Πριν φύγει η πρώτη σφαίρα από την κάννη
θα είναι σίγουροι καλά
στης μάχης τ’ αλμυρά νερά
κανείς δικός τους μην πεθάνει.
στο πλάι σκέτα τ’ όπλο της βαστά γερά.
Απ’ του βουνού τις ξερολιθιές, ακέραια κρατά
στη γη βαθιά, πέτρα χωμένη να θυμίζει
λίγο που ξεπροβάλλει, τον ήλιο ν’ αντικρίζει.
Σε τούτους τους βουβούς καιρούς
που τα μυρμήγκια βασιλεύουν
εκείνη αρπάζει τη θαμμένη λεβεντιά
να φυλαχτεί από της σήψης την πολιορκία.
Από οικοδομές χορταριασμένες δραπετεύει
κι απάνου στης κορφής τις αγριάδες
τους λύκους κάνει φίλους της
βγάζουν τα ρούχα τους μαζί
και χτίζουν αγκρέμιστα καταφύγια.
Με μάτια που ξέρουν
με μάτια φουντωμένα
μια σκούρα σκοτεινή βραδιά
μπάρκο σκαρώνει τολμηρό
μονάχη στα βουνά να περπατά
της λευτεριάς αποζητά τις χάρες.
Τη μάχη, λέει, θα τη συνεχίσει
φράχτες, παλάτια θα γκρεμίσει
περήφανη αντάρτισσα, κάποτε θα γυρίσει.
Στην τελευταία τους βραδιά
στερνό τραγούδι αντηχεί
όρκος γι’ αντάμωμα σφιχτός.
Πριν φύγει η πρώτη σφαίρα από την κάννη
θα είναι σίγουροι καλά
στης μάχης τ’ αλμυρά νερά
κανείς δικός τους μην πεθάνει.
-C. Lupus
*η "αντάρτισσα" εχει πρωτοδημοσιευτεί στον "Ψεύτικο Ντουνιά"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου