Στάθηκες στο ύψος των περιστάσεων. Εννοώ εκεί στο δρόμο με τη
σκόνη και τα τυφλά αμάξια. Ήταν ο ήλιος ντάλα όταν πέρασα απέναντι. Απ' το
τίποτα οι σκέψεις έγιναν έτσι σκοτεινές και αποπνικτικές. Βάδιζα στο πλήθος με
τα βαμμένα μαλλιά και του γκρίζους χαρτοφύλακες όταν με έπιασε η μανία να
κρεμάσω φράουλες στα αυτιά μου και να βάψω τα δάχτυλά μου κόκκινα, αλλά τα
χέρια μου είχαν μαγκωθεί στην επικύρωση εισητηρίων στα αριστερά. Κοίταξα
προσεχτικά το πλήθος για να μην δω τον εφιάλτη με την κουκούλα, καραδοκεί στο
προηγούμενο βαγόνι, είμαι σίγουρη γι' αυτό.
Τώρα βαδίζω ασφαλής
στο δρόμο για το σπίτι. Τα στενά είναι γεμάτα μαδημένα πουλιά που κρώζουν. Δεν
με αφήνουν να περάσω. Στο δάπεδο ένα λιωμένο περιστέρι, στη θέση της καρδιάς
του εξέχει ένα κόκκαλο. Από πάνω του τα πρώτα λουλούδια απλώνουν το παγωμένο
χαμόγελό τους να το φάνε.
Ακούω την ανάσα τον άρρωστων πεύκων καθώς ανηφορίζω προς το σπίτι σου, ακούω τους καταρράκτες που
κυλούν στο πράσινο αίμα τους, θέλω να ξεσκίσω τους κορμούς τους και να το φάω,
να μην έρθω ποτέ να σε βρω κάτω απ' το μπλε φως στο μαραμένο σαλόνι σου.
Και μεσ' τις στάλες δαγκώνω το δέξι σου χέρι και ακούω τη ζωή σου να ουρλιάζει κάτω απ' το χώμα. Εκεί που άλλωτε σε έκανα να ξαπλώσεις στα
δάχτυλά σου φυτρώνουν κρινάκια και τα χωμάτινα μαλλιά σου κρέμονται στα
γκρεμιά.
Ρουφάω τη βοή των δρόμων και των μπλε αστεριών στο στήθος
μου. Πόσο κοστίζει να τη χτίσω με τσιμέντο στον τοίχο; Και αν σε λίγη ώρα το
τσιμέντο και η άσφαλτος σπάσει; Εάν τα άρρωστα δέντρα πέσουν και τα λουλούδια
τρέξουν να φάνε τους ανθρώπους?
-φούτου μούτου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου