Κοιτάζει απ’ το παράθυρο της φυλακής του έξω:
δυο περιστέρια ψάχνουνε για φαγητό τα έρμα
οι αμυγδαλιές νανούρισαν στο χώμα τα παιδιά τους
της μάνας Γης και κλέβουνε τα δυο πτηνά το σπέρμα
Τους σπόρους τούς ταΐζουνε στα νεογέννητά τους
τ’ αυγά να παρατήσουν και να φύγουν για τον ήλιο
κι αν τα φτερά του απρόσεκτου πιλότου θα καούνε
τ’ αδέλφια του θα ξέρουν να μην πάθουνε το ίδιο
Τα δόντια του θηρίου μες στο αίμα κολυμπούνε
ένα συντρόφι του θρηνεί το πένθιμο κοπάδι
το αίμα στάζει στην καρδιά του δολοφόνου μέλι
φαΐ στο πιάτο θα ‘χουν τα μικρά του για το βράδυ
Ο εμπρηστής του Φοίνικα την ευζωία του θέλει
κι ο δολοφόνος του Ίκαρου είν’ της ζωής ο φάρος
ο Θεός άμα πεινάσει καταπίνει ένα παιδί του
κι ο πιο μεγάλος θαυμαστής της ζήσης είν’ ο Χάρος
Στα ξαφνικά θυμάται τι μικρό που ειν’ το κελί του
και Πλάτωνα πως φώναζαν τον συγκρατούμενό του
πως κάποια μέρα εκείνος του ‘πε «φεύγω, πάω να παίξω»
και πως η φυλακή του ήταν απλώς το σπήλαιό του.
-ψ.ψ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου