Ήταν γύρω στα έξι. Είχε λακκάκια στα μάγουλα και χρυσά
αστεράκια τατουάζ πάνω στα λακκάκια. Προσπαθούσε να ανοίξει τη βαριά πόρτα του
καταστρώματος και παιδευότανε, πήγε ο Νίκος να τη βοηθήσει. Ντράπηκε και δεν
πέρασε. "Ωραία αστεράκια" της είπε για να γίνουν φίλοι, κι απάντησε
μ'ένα πονηρό χαμόγελο. Χάθηκε πίσω από μια κοπέλα, μαμά ή αδελφή. Μετά σκέφτηκα
ότι δεν καταλαβαίνει ελληνικά.
Πιο βράδυ τριγύριζε στα καθίσματα του πλοίου, έκανε φασαρία
και κοίταζε τους κοιμισμένους με τη διαολιά που έχουν τα μικρά στο βλέμμα.
Πέρασε κι απ'το δικό μας κάθισμα, μας θυμήθηκε. Επέστρεψε σε λίγο μ'ένα
μπισκότο κι άπλωσε το χέρι μ'ένα νάζι απίθανο. Το "ευχαριστώ" το
κατάλαβε.
Μιράντα Παπαδοπούλου- με πέθανε. Δάγκωσα λίγο γιατί
παρακολουθούσε πολύ προσεκτικά πίσω απ'τα καθίσματα. Σκέφτηκα τι έχουμε να της
δώσουμε, πέρα από μπέικ ρολς. Σε τέσσερις ώρες φτάνουμε Πειραιά, τι έχουμε να
δώσουμε στη Τζούντι; Είδα σκηνές, χιλιάδες σκηνές στον ήλιο απλωμένα κουρέλια,
μύγες και χημικές τουαλέτες. Σκέφτηκα πού την πάει το πλοίο και στραβοκατάπια.
Τους βλέπω μπρος στα μάτια μου μες στο παλιό βαπόρι
Σα στρείδια στο κατάστρωμα οι μετανάστες όλοι
Βουβές γυναίκες άλαλες που δύναμη αναβλύζουν
Παιδάκια που δε νιώθουνε το δρόμο που βαδίζουν
Αα τα χρόνια τα παλιά, βαριά φορτία φεύγαν για την Αμέρικα.*
*Στην Αμερική - Θ. Παπακωνσταντίνου
-Στέλλα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου