14.6.15

ο στιχουργός


Κάποιο Σαββατόβραδο ψυχρό
ή μια Δευτέρα ενός Αυγούστου
ημίφως και κλεισούρα και ποτό
κι ο στιχουργός πεθύμησε να γράφει τους καημούς του

Θυμήθηκε ξανά το χθες
μετά από μήνες ή χρονιές
σε μια στενή σανίδα
και δες τον αντιμέτωπο
μονάχο του στο μέτωπο
με τη λευκή σελίδα

Πρέπει να ‘φτασε Παρασκευή
γύρω στα μέσα Οκτωβρίου
Ακόμα η σελίδα του κενή
κι αυτός στην αποπνικτική οσμή του δωματίου

Απ’ την αδράνεια για να βγει
κείνο το κάτασπρο χαρτί
είχε νομίσει λύση
μα πλέον ο ακατάστατος
ο χώρος ο δυσδιάστατος
τον είχε φυλακίσει

Κόντευε να φτάσει Κυριακή
με άνοιξης θερμοκρασία
κι από το σπίτι αυτός χωρίς να βγει
να κυνηγάει μια φτηνή ομοιοκαταληξία

Οι μέρες πώς περνούσανε
και σ’ όσους τον ρωτούσανε
για την παλιά δουλειά του
έλεγε πως ωρίμαζε
η τέχνη του κι ετοίμαζε
το αριστούργημά του

Σαν να επιταχύνουν οι καιροί
και στο αυτί να του φωνάζουν
ούτε Δευτέρα ούτε Κυριακή
οι μέρες λίγες ώρες μέχρι τ’ αύριο φαντάζουν

Μα στίχος δεν του ‘ρχότανε
να γράψει τι σκεφτότανε
και ένιωσε μια θλίψη
κι ευθύς ενθουσιάστηκε
γιατί ξανααισθάνθηκε
κι αυτό του είχε λείψει

Κι έρχεται ξανά στο λογισμό
παλιά που της ζωής τον τοίχο
σκαρφάλωνε το κάθε δειλινό
κι από την άλλη έβρισκε τον πιο βαθύ του στίχο

Όμως η σκέψη της ζωής
τον τρόμαξε και είπ’ ευθύς
“γω τη ζωή την είδα”
και τις αφέλειες άφησε
κι αμέσως ξανακάθισε
μπρος στη λευκή σελίδα.

-ψ.ψ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου