Σ' ένα χωριό μίαν
αυγή με βρήκε
Που ‘χει στο
κέντρο του έναν καφενέ
Και κάποιος γέρος
με θλιμμένα μάτια
Μιας ζήσης
τραγουδάει τον αμανέ
Με το βουνίσιο
αγέρι στα μαλλιά
Και τ’ ουρανού
τον πλούτο
Δυο λέξεις είναι
πάντα συντροφιά
Λαέρτης και
λαούτο
Από τον καφενέ
τις μελωδίες
Μέχρι τον
παραδιπλανό γκρεμό
Τις
σιγομουρμουράει το αγέρι
Και τα πουλιά
σφυρίζουν το ρυθμό
Και λένε πως οι
λύκοι ηρεμούν
Και τα πλατάνια
γέρνουν
Ν’ ακούσουν κάθε
που ο σκοπός ηχεί
Και οι πλαγιές
τον φέρνουν
Οι νέοι πλέον το
χωριό ξεχάσαν
Για πάντοτε τ’
αφήσαν οι παλιοί
Κάθε πρωί στον
καφενέ φωτίζει
Τραπέζια αδειανά
η ανατολή
Για όνειρα που
έχουν ξεχαστεί
Κι αγάπες που
τελειώσαν
Στα δέντρα ο
Λαέρτης τραγουδά
Και οι συκιές
βουρκώσαν
Μα ανθρώπου χέρι
χρόνια ‘χει να κάτσει
Στον ώμο του
γερο-τραγουδιστή
Και του λαούτου
οι χορδές μονάχα
Θυμίζουν μακριών
μαλλιών υφή
Και μια
συννεφιασμένη χαραυγή
Για τον γκρεμό
ετούτο
Άφησε ο Λαέρτης
το χωριό
Κι έμεινε το
λαούτο.
Τα μέρη εκείνα
κάποτε διαβάτης
Αν τύχει και στο
δρόμο του τα βρει
Πώς
σιγοτραγουδάει το αγέρι
Με προσοχή εάν
αφουγκραστεί
Κι αν δει εκεί
που δείχνουν οι συκιές
Και το πλατάνι
ετούτο
Μπορεί ν’ ακούσει
το μοναχικό
Σκοπό απ’ το
λαούτο.
-ψ.ψ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου