Βγαίνω από το
σπίτι για να κάνω μια σύντομη δουλειά στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου και στη
συνέχεια να κάτσω στους υπολογιστές της γιατί ο δικός μου έχει χαλάσει. Έχει λιγότερο κρύο από τις προηγούμενες μέρες,
τόσο ώστε να είναι περισσότερο αναζωογονητικό παρά ενοχλητικό. Είναι δύσκολο να
πεις αν έχει αρχίσει να νυχτώνει ή απλώς έχει συννεφιά. Μάλλον λίγο κι απ’ τα
δύο.
Είναι μια από
εκείνες τις στιγμές που ο ο καιρός έχει δημιουργήσει έναν καμβά χρωμάτων και
αισθήσεων που σου μεταδίδει μια βαθιά επιθυμία για ζωή. Την επιθυμία να αφεθείς
σε αυτό το ακατάληπτο θαύμα των αισθήσεων που ίσως να είσαι ο μόνος που
συνειδητοποιεί. Να αφεθείς στη θέα αυτού του αιωρούμενου πάνω απ’ το κεφάλι σου
γαλάζιου, που μοιάζει, κατά κάποιον τρόπο, να σε «ρουφάει». Να σε «καλεί»
αποπλανητικά.
Γάμα το, σιγά μην κάτσω μέσα με τέτοιο ουρανό. Τελειώνω γρήγορα τη σύντομη
δουλειά μου στη βιβλιοθήκη και βγαίνω πάλι έξω.
Αν και δεν έχω συγκεκριμένο προορισμό, περπατάω θέτοντας μικρούς επί μέρους
«στόχους», όπως να περάσω από μια γέφυρα που, ενώ είναι ορατή από παντού
τριγύρω, δεν την έχω διασχίσει ποτέ, ή να φτάσω σε αυτήν την ψηλή οροφή που
ξεπροβάλλει πάνω από όλες τις στέγες των σπιτιών και μοιάζει να ανήκει σε
κάποια μεγάλη βικτωριανή εκκλησία.
Πέρασα και τη γέφυρα, έφτασα και στο κτήριο με την ψηλή οροφή, που μπορεί
να μην ήταν εκκλησία, αλλά ήταν τόσο επιβλητικό όσο το φανταζόμουν. Τότε
σκέφτηκα να γυρίσω πίσω. Εξάλλου είχε αρχίσει εμφανώς πια να σκοτεινιάζει και
το σκούρο γαλάζιο του ουρανού ήταν αναμειγμένο με περισσότερο γκρι απ’ όσο
μπορείς πράγματι να απολαύσεις.
Μα δεν μου πήγαινε καρδιά. Στο βάθος του ορίζοντα, μια πορτοκαλί ρωγμή
εξακολουθούσε να αντιστέκεται θαρραλέα στην επικράτηση του άχαρου μπλε-γκρι. Δεν
μπορούσα να μην εκτιμήσω την απεγνωσμένη προσπάθειά της να κρατηθεί για λίγο
ακόμα εντός του οπτικού μου πεδίου.
Άλλωστε, όπως συνειδητοποίησα, όλοι οι επί μέρους στόχοι-προορισμοί της
βόλτας μου δεν ήταν παρά αφορμές για να συνεχίσω να κοιτάζω αυτό το φυσικό
κινηματογραφικό πλάνο που τόσο αγαπάω.
Βρέθηκα σε έναν μακρύ ίσιο δρόμο, που έμοιαζε να σε οδηγεί απευθείας στο
κέντρο αυτής της φωτεινής σταγόνας που έσταξε στον σκουρόχρωμο καμβά. Άρχισα να
τον περπατάω κατά μήκος, σχεδόν υπνωτισμένος από το πορτοκαλί φως, σαν να νόμιζα
πως κάποια στιγμή θα το φτάσω. Σαν να ήταν ο επόμενος προορισμός της διαδρομής
μου.
«Πίνεις αλκοόλ;» με ρώτησαν δύο παιδιά στο δρόμο και μου ζήτησαν να τους
αγοράσω μία τετράδα αλκοολούχων ποτών, γιατί αυτοί ήταν μικροί και δεν θα τους
επέτρεπαν να τα πάρουν. Μου έδωσαν λεφτά και μου υποσχέθηκαν ότι θα κρατήσω το
ένα από τα τέσσερα μπουκάλια, κι εγώ το έκανα. Με ευχαρίστησαν και τους
ευχαρίστησα και συνέχισα το δρόμο μου με ένα χαμόγελο στα χείλη τόσο γιατί είχα
ένα δωρεάν ποτό, όσο και λόγω της ενδιαφέρουσας συναναστροφής.
Και τότε διαπίστωσα πως το μικρό πορτοκαλί κομμάτι ουρανού, που αψηφούσε τα
σύννεφα και την σκοτεινιά της απέναντι πλευράς, δεν ήταν πια ορατό. Δεν ήταν
πλέον παρά μόνο ένας υπαινιγμός του ορίζοντα. Μέσα από ένα στενό βγήκα στον
αμέσως παρακάτω παράλληλο, όπου, κάπου πίσω από σπιτικές σκεπές και κλαδιά
δέντρων, μπορούσες ακόμα να διακρίνεις ένα βαθιά πορτοκαλί χρώμα, σχεδόν
κόκκινο πια, και μερικά αχνά ροζ σύννεφα να αντιστέκονται κι αυτά δειλά στην
επικρατούσα μουντάδα.
Όποια κίνηση και να έκανα, ό,τι πορτοκαλί απέμενε κρυβόταν ακόμα
περισσότερο πίσω από τα σπίτια και τα δέντρα. Σκέφτηκα πως ήταν καλύτερα να
κρατήσω αυτήν την υπέροχη εικόνα για την επιστροφή, παρά να συνεχίσω μέχρι κάθε
χρώμα να χαθεί εντελώς και να είναι το μουντό σκοτάδι που θα μου δώσει το σήμα
να γυρίσω. Αποφάσισα πως έφτασε η στιγμή να κάνω μεταβολή. Είχε περάσει κι η ώρα
άλλωστε και είχα ξεχάσει και το κινητό μου σπίτι. Επέστρεψα λοιπόν
ευχαριστημένος και χαρούμενος που θα έπινα και το ποτό μου.
Δεν κατάφερα να φτάσω την πορτοκαλί χαραμάδα σήμερα. Θα ξαναπροσπαθήσω την
επόμενη φορά.
-Ψηλέας Ψογκ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου