(Κάποιες φορές, η σχέση σου με ένα τραγούδι, έναν
καλλιτέχνη ή ένα συγκρότημα ξεπερνάει αυτήν του απλού ακροατή. Γίνεται ένας
δημιουργικός διάλογος, μια ανεξάντλητη ανταλλαγή σκέψεων και συναισθημάτων, που
έχει τη δύναμη να σε αλλάξει. Το παρακάτω κείμενο είναι ό,τι ίσως θα έλεγαν τα
τραγούδια των Χαΐνηδων αν, ως άνθρωπος, μας μιλούσαν προσωπικά.
Και έχει κατά προτίμηση μια μουσική υπόκρουση σαν κι αυτήν)
Ήτανε όμορφο,
θαρρώ, εκείνον τον παλιό καιρό το καπηλειό μου. Όχι μόνο για τα αμέτρητα
τραγούδια που τραγουδήθηκαν, τις μουσικές που χορεύτηκαν και τα γλυκά μεθύσια
που τις συντρόφευσαν. Ήτανε όμορφο για τις ιστορίες που ακούστηκαν και τις ζωές
που διασταυρώθηκαν μέσα σε αυτό. Γιατί η γεύση της τσικουδιάς έχει στην καρδιά
μου τη συντροφιά ονείρων, καημών και των γιαλών μιας ζωής.
Και, σαν το νερό που πέφτει
πάνω στης καρδιάς τον τοίχο, η θύμηση του καπηλειού μου ξεθάβει, θαρρείς, απ' τον ασβέστη τον παλιό καιρό.
Ο Βαρδής να
μεταμφιέζει σε νότες του λαούτου κάθε μυστήριο του κόσμου που μπορείς να
γνωρίσεις σε μια ζωή. Ο Σταύρος, καθισμένος στη συνήθη γωνιά του να τραγουδά
μεθυσμένος τον πόνο που του προκάλεσαν δύο χείλια βυσσινιά. Ο Μύρος να χορεύει,
δίνοντας στις κινήσεις του ένα πάθος ίδιο με αυτό του κύματος που μια ζωή τώρα
τον ταρακουνούσε.
Ο μπαρμπα-Στελλής
να μιλά με τις ώρες για κάποιον μικρό Σαρακινό κουρσάρο, που αναγκάστηκε να
εγκαταλείψει την αγαπημένη του για ένα από τα ταξίδια του και έκτοτε δεν την
ξαναείδε ποτέ. Και κάπου προς το τέλος της ιστορίας να ξεφεύγει ένα δάκρυ πάνω
στο ρυτιδιασμένο του μάγουλο -άμμος, λέει, του έμπαινε στο μάτι.
Η αγαπητή μας παχουλή κυρία, το όνομα της οποίας ποτέ δε μάθαμε, να μαρτυρά τις πίκρες
της με τον δικό της τρόπο: με τα αξέχαστα φαγητά της. Συνήθως, τα έφτιαχνε μόνο
για τον εαυτό της -κι είναι κρίμα, τέτοια αγάπη για τη μαγειρική δεν
ξαναβρίσκεις εύκολα- μα υπήρξαν φορές που δέχτηκε να μας μαγειρέψει κάποιες από
τις νοστιμιές της στο καπηλειό. Οι γεύσεις της είχαν κάτι τόσο ιδιαίτερο, τόσο
προσωπικό, που σχεδόν σε ταξίδευαν, λέγοντας η καθεμιά τη δική της ιστορία.
Κάποτε ακούστηκε μεταξύ μας (σαν αστείο, ίσως) πως την τόσο μαγική αυτή αυτή
γεύση στα φαγητά της μοναχικής κυρίας την έδιναν τα δάκρυά της, όταν έπεφταν
στην κατσαρόλα καθώς μαγείρευε.
Θυμάμαι και την
περίεργη ιστορία κάποιου, ο οποίος τα έπινε γιατί ήταν, λέει, παράφορα ερωτευμένος με μια νεράιδα. Την είχε δει λέει στον
ύπνο του, αλλά μόλις ξύπνησε τη βρήκε ξαπλωμένη στο πλευρό του. Ποτέ δεν τον
πιστέψαμε φυσικά, ωστόσο τα δάκρυα στα μάτια του ήταν πέρα για πέρα αληθινά.
Τόσες και τόσες
ιστορίες έχουν ακουστεί, τόσες και τόσες μουσικές έχουν πλημμυρίσει το μικρό μου
καπηλειό. Tόσες αλήθειες έχουν εκφραστεί μέσα από αυτές -για τις τίγρεις που έχουμε
όλοι μέσα μας, για το τι είναι στ` αλήθεια ο Θεός (κερήθρα μέλι ή αστροπελέκι;), για την αγάπη, που ίσως να ‘ναι
γράμματα ψιλά για όσους μάθανε στου κόσμου τα καλά κι ο πόνος τους τρομάζει.
Για την ελευθερία, την οποία αν δε γνωρίσουμε, ας μας δώσουν μετά το θάνατό μας
να μας φάνε τα όρνια -ίσως αυτά πάρουν τουλάχιστον τα σπλάχνα μας και πετάξουν
για λίγο στον ουρανό. Για τον έρωτα,
αυτόν τον πόλεμο και τον χορό και την παραζάλη, στον οποίο δίνουμε την απόλυτη ελευθερία
να επιτεθεί, σαν ταύρος, στο λευκό μας πουκάμισο και να του
αφήσει όλους τους ανεξίτηλους λεκέδες του. Που κρατά το ίδιο σπαθί με το θάνατο
-κι οι δύο με τρόπο ξαφνικό και ύπουλο χτυπούνε. Τόσα και τόσα τραγούδια έχουν
μιλήσει στις καρδιές μας, από εκείνα που μια κατάρα τα κρατά να ταξιδεύουν
ζωντανά σ’ όλες τις εποχές, και στόματα πικραμένα σαν κι αυτά που
μεθούσαν στο καπηλειό συνέχιζαν να τα σιγοτραγουδούν, να τα χορεύουν και να δακρύζουν με αυτά.
Και κάθε φορά αισθανόμουν
όπως όταν ήμουν μικρός, τότε που η γιαγιά μου με ταξίδευε με τα δικά της
παραμύθια -για μαγικά, για έρωτες, για φονικά μεγάλα- κι ο νους μου επέστρεφε
στους μαγικούς τους κόσμους με το που έκλεινα τα μάτια μου.
Κι εγώ; Ποια
είναι η δική μου ιστορία; Δύσκολο να
πεις. Δεν είμαι σίγουρος πώς να την ξεχωρίσω από όλες τις υπόλοιπες. Εγώ
συνήθως μιλούσα για κάποιον ακροβάτη, που πάντα με εντυπωσίαζε το πώς κρατούσε
την ισορροπία του πάνω στο σκοινί, χωρίς ούτε στιγμή να αισθανθεί ζαλάδα
κοιτώντας την απόσταση που τον χωρίζει από το έδαφος. Και πώς, ακόμα κι αν
έπεφτε, ποτέ δεν έκλαιγε. Μόνο γελούσε. Ίσως δεν θεωρούσε το να πέσεις
αποτυχία. Αντιθέτως, ίσως να πίστευε πως σε φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στη φορά
που θα τα καταφέρεις.
Επίσης, έκανα
λόγο και για ένα πουλί, το οποίο προσπαθούσε με όλες του τις δυνάμεις να πετάξει
μέχρι τον προορισμό του, παρόλο που το ένα του φτερό ήταν πληγωμένο και παρόλο
που ο καιρός έκανε την πτήση οποιουδήποτε πτηνού τόσο δύσκολη, ώστε όλα τα
υπόλοιπα το είχαν βάλει κάτω. Κι όμως, εκείνο δεν τα παρατούσε. Συνέχιζε. Ίσως να
μην το τρόμαζε το να μείνει μόνο του σε αυτήν την προσπάθεια, αλλά να το έβλεπε
τελικά ως τιμή του.
Πάνε όμως οι
μήνες, πάνε και τα χρόνια. Σήμερα, το καπηλειό μου είναι ερειπωμένο.
Η ζωή μου, ένα
αστέρι το πρωί, που τρεμοσβήνει.
Νυχτώνει. Και δε θα με ένοιαζε, αρκεί να είχαμε χαρεί στ’ αλήθεια το φως της ημέρας. “Να ζήσεις μόνο μιαν αυγή, τόση ζωή σε
φτάνει. Ρόδο που ανθεί πολύ καιρό, τη μυρωδιά του χάνει” λέει μια παραδοσιακή
μαντινάδα.
Σήμερα έμαθα πως η
ιστορία του μικρού Σαρακινού κουρσάρου έκανε τον μπαρμπα-Στελλή να δακρύζει όχι
γιατί του έμπαινε άμμος στα βλέφαρα, αλλά γιατί μίλαγε στην πραγματικότητα για
τη δική του ζωή.
Σήμερα έμαθα πως
η αγαπητή μας παχουλή κυρία, της οποίας το όνομα ποτέ δε μάθαμε, έχει πεθάνει
εδώ και μερικά χρόνια. Έπιασε, λέει, φωτιά καθώς μαγείρευε. Κι ήταν τόσο
μοναχική, που το φευγιό της δεν έκανε κανένα δάκρυ να κυλίσει σε κανενός το
μάγουλο. Κι όμως, όλοι όσοι την είχαν γνωρίσει έχουν να θυμούνται κάποια
στιγμή, μικρή στιγμή -όπως το να δοκιμάζεις μια μπουκιά από ένα νόστιμο φαγητό
- που έμεινε μεγάλη στη μνήμη τους χάρη στην καλοσύνη και την αγάπη αυτής της
κυρίας.
Σήμερα έχω μάθει
πως νεράιδες υπάρχουν, εφόσον πιστεύεις σε αυτές.
Σήμερα ξέρω πως
κι εγώ ακροβατώ. Και πως, αν κοιτάξω κάτω, ζαλίζομαι.
Ξέρω πως στο
φτερό μου έχω κι εγώ αίμα. Και πως το να μείνω μόνος μου, με τον καιρό να ‘ναι
κόντρα, με τρομάζει.
Σήμερα όμως δε
λέω μόνο ιστορίες άλλων. Δε μιλάω μόνο για ακροβάτες και πουλιά. Δεν είμαι πια
γελαστός λέγοντας θλιμμένα τραγούδια.
Σήμερα μιλάω για
μένα. Και ζητάω με όλη μου την καρδιά το θάρρος να μη με τρομοκρατεί η απόστασή
μου από το έδαφος και τη δύναμη να βλέπω ως τιμή μου τη μοναχική μου πτήση
ενάντια στις δοκιμασίες του καιρού.
Τη δύναμη να
αφήσω πίσω τα παραμύθια της γιαγιάς. Να κάνω, επιτέλους, τον κόσμο παραμύθι.
Κι ίσως η κατάρα
κάνει και το δικό μου τραγούδι να ταξιδέψει στις εποχές και να θυμίσει σε μερικά
ακόμη πικραμένα στόματα τα δικά τους ερειπωμένα καπηλειά.
-ψ.ψ.
Υ.Γ.: Το κείμενο αποτελεί μέρος του διπλού αφιερώματός μας στους Χαΐνηδες. Το δεύτερο μέρος, "Θλιμμένα τραγούδια (και γελαστοί ανθρώποι)",
εδώ.