Σελίδες

25.12.14

το δώρο (μέρος 2ο)


(Το 1ο μέρος της ιστορίας εδώ)

«Δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης» του αποκάλυψαν, μετά από
έναν ολιγόλεπτο, αλλά ασφυκτικά αμήχανο πρόλογο.

Το αγόρι στο άκουσμα των λέξεων αυτών έμεινε ακίνητο και αμίλητο. Η σιωπή δεν μπόρεσε να αντικατασταθεί από άλλα λόγια. Το προηγουμένως γεμάτο χαρά βλέμμα του ήταν τώρα απλανές και ανέκφραστο, μα εσωτερικά ραγισμένο… Η επόμενη κίνησή του ήταν να επιστρέψει  με αργές, ήρεμες και σιωπηλές κινήσεις στο δωμάτιό του. Μόλις μπήκε, έκλεισε την πόρτα του κα την κλείδωσε. Στη συνέχεια έπιασε στα χέρια του το γράμμα που προοριζόταν για τον Άγιο Βασίλη, το τσαλάκωσε και, ανοίγοντας ο παράθυρο, το έριξε έξω.

Για μία ολόκληρη εβδομάδα, ο Αντώνης και η Πηνελόπη δεν τον ξαναείδαν ούτε για μία στιγμή. Από το δωμάτιό του έβγαινε μόνο για να ικανοποιήσει τις βασικές του ανάγκες και μονάχα τις ώρες που οι γονείς του έλειπαν ή κοιμούνταν.

Η στάση των δύο γονιών αρχικά ήταν απλώς η υπομονή. «Είναι λογικό να έχει θυμώσει, δεν θα αργήσει όμως να το ξεπεράσει», πίστευε ο Αντώνης. Μα δεν είχε ιδέα πόσα πολλά σήμαινε το πρόσωπο του Άγιου Βασίλη για το Γεράσιμο. Μέχρι εκείνην την ημέρα, που, γυρνώντας από τη δουλειά, αντίκρισε τη γυναίκα του να κλαίει στον καναπέ.

Η Πηνελόπη του εξήγησε πως εκείνο το πρωί, όπως κάνει κάθε μέρα, είχε βγει για να ποτίσει τα φυτά στον κήπο. Παρατήρησε όμως ένα μικρό, βρώμικο, τσαλακωμένο χαρτί πεταμένο στο χώμα, σφηνωμένο κάπου ανάμεσα στα αγκάθια των όμορφων τριανταφυλλιών. Το σήκωσε για να το πετάξει στα σκουπίδια, μα δεν άργησε να αναγνωρίσει τον γραφικό χαρακτήρα του κειμένου που είχε μπροστά της.

Η Πηνελόπη σηκώθηκε από τον καναπέ και έδωσε στον Αντώνη το ταλαιπωρημένο χαρτί με τα μισοσβησμένα γράμματα του παιδιού τους.

«Αγαπητέ Άγιε Βασίλη,

Φέτος αποφάσισα να σου ζητήσω το πιο σημαντικό δώρο για μένα από όσα σου έχω ζητήσει. 

Είσαι ο μόνος άνθρωπος που μου προσφέρει λίγη ευτυχία. Και δεν την προσφέρεις φυσικά μόνο σε εμένα, αλλά και σε εκατομμύρια άλλα παιδιά στη γη.

Εγώ ένα πράγμα θέλω από εσένα φέτος και από εδώ και στο εξής δεν θεωρώ πως αξίζει οτιδήποτε άλλο. Θέλω να με επισκεφτείς. Θέλω, όσο τίποτα άλλο, να σε δω, έστω και μία μόνο φορά, να μου μεταδώσεις λίγη από την χαρά, αλλά και την καλοσύνη σου. Να μου δείξεις πού διακρίνεις τόση αγάπη στον κόσμο και έχεις τη δύναμη να του την ανταποδώσεις».

Ο Αντώνης δεν αντέδρασε στις λέξεις αυτές. Από το γράμμα συμπέρανε πως η απόφαση να αποκαλύψουν στον Γεράσιμο ότι ο Άγιος Βασίλης στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ήταν απολύτως σωστή.

«Μα δεν καταλαβαίνεις;» ψέλλισε πλημμυρισμένη από τύψεις η Πηνελόπη. «Δεν του στερήσαμε απλώς το φετινό του δώρο. Του στερήσαμε την ελπίδα».

Από εκείνη την στιγμή κι έπειτα, οι γονείς του Γεράσιμου προσπαθούσαν συνεχώς να σκεφτούν έναν τρόπο να επανορθώσουν το λάθος τους. Δεν είχαν δει ποτέ τον γιο τους τόσο θυμωμένο με αυτούς και δεν είχαν νιώσει ποτέ οι ίδιοι τόσο απογοητευμένοι από τους εαυτούς τους ως γονείς.

Άδικος κόπος όμως. Ώρες ολόκληρες στέκονταν έξω από την κλειδωμένη πόρτα του δωματίου του Γεράσιμου, προσπαθώντας να ακούσουν έστω και για λίγο την φωνούλα του, μα η μόνη απάντηση που έπαιρναν ήταν η απότομη αύξηση της έντασης της μουσικής, με αποτέλεσμα να μην ακούν ούτε τη δική τους φωνή.

Αισθάνονταν συντετριμμένοι από την συνεχή απόρριψη. Η επόμενη κίνησή τους έπρεπε να είναι άμεση και καθοριστική για την σχέση τους με τον Γεράσιμο. Μα δεν είχαν ιδέα ποια θα μπορούσε να είναι.

Μία από εκείνες τις ημέρες, ο Αντώνης και η Πηνελόπη είχαν βρει ένα παλιό άλμπουμ φωτογραφιών του γιου τους και το ξεφύλλιζαν, φέρνοντας στη μνήμη τους και μετανιώνοντας για στιγμές απαράδεκτα απρεπούς συμπεριφοράς απέναντι σε εκείνον.

Μέσα στο  άλμπουμ βρήκαν και μία παλιά συλλογή φωτογραφιών από περιοδικά που είχε φυλάξει ο Γεράσιμος. Φωτογραφίες από το Παρίσι. Μια συλλογή που είχε παρατήσει, όταν, μετά από ένα τσακωμό, οι γονείς του τού είχαν κάνει σαφές ότι δεν πρόκειται ποτέ να τον πάνε στη Γαλλία ή σε οποιαδήποτε άλλη ξένη χώρα, καταστρέφοντας με αυτόν τον τρόπο ένα ακόμη από τα αθώα όνειρά του. Η Πηνελόπη τώρα ήξερε τι έπρεπε να κάνουν.

Λίγες ημέρες μετά, ο Γεράσιμος, ξυπνώντας το πρωί, παρατήρησε πως οι γονείς του είχαν τοποθετήσει κάτω από τη χαραμάδα της πόρτας του μερικά κομμάτια χαρτί. Αφού κατάφερε να ανέβει στο καροτσάκι του, πήγε με αργές κινήσεις στην πόρτα, σκοπεύοντας να μη δώσει καμία σημασία στο τι έγραφαν. Πράγμα που όμως ήταν αδύνατον. Μόλις συνειδητοποίησε ότι ήταν τρία εισιτήρια για το Παρίσι, λύγισε. Την ίδια στιγμή ξεκλείδωσε την πόρτα του και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο των γονιών του.

Εκείνοι μόλις τον είδαν έτρεξαν και τον αγκάλιασαν. Κανείς δεν κατάφερε να εμποδίσει τα ζεστά του δάκρυα να κυλίσουν στο πρόσωπό του.

Αφού η οικογένεια πέρασε μία ημέρα αληθινά ενωμένη, ο Γεράσιμος γύρισε στο δωμάτιό του και ξεδίπλωσε ένα χαρτί. Πήρε ένα μολύβι και άρχισε να  γράφει.

«Το ήξερα ότι υπάρχεις. Σ’ ευχαριστώ».

-Ψηλέας Ψογκ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου