Σελίδες

20.5.16

άνθος αραβοσίτου

Καθόμουνα δίπλα στην Ελένη. Εκείνη ήθελε να χωρίζουμε το θρανίο στη μέση, να 'χουμε τη μεριά μου και τη μεριά της, και να μην τα μπλέχνουμε. Γιατί, άμα, λέει, περάσω τη μεριά της, θα κάνει το χέρι μου κόκκινο. Εγώ ούτε δέχθηκα μα ούτε κι αρνήθηκα. Η Ελένη ζωγράφισε μια χοντροκομμένη γραμμή στο θρανίο και έγραψε με τεράστια γράμματα στη μεριά της ΕΛΕΝΗ με καρδούλες. Για μένα αυτά δεν σημαίνανε τίποτα, κι ήξερα πως δεν θα τολμούσε να μ' αγγίζει αν -δήθεν- παραβίαζα τον κανόνα της. Στοίχιζε την γόμα, την ξύστρα και το μολύβι της πάνω δεξιά στη μεριά της. Στοίχιζε και το βιβλίο. Είχε και τέσσερις μαρκαδόρους σε διαφορετικά χρώματα, για να υπογραμμίζει. Κάθε σειρά στο βιβλίο με διαφορετικό χρώμα- κι ούτε που τις κοίταζε ποτέ. Η πλευρά μου ήτανε πιο φτωχή. Δηλαδή, ήτανε όση χρειαζόταν να είναι. Το μολύβι μου κι η γόμα μου. Και το βιβλίο. Τέλος. Η Ελένη κορόιδευε. Δεν είχε, λέει, η μαμά μου λεφτά. Γι' αυτό φοράω μόνο κορδέλες και δεν κουρεύομαι. Γι' αυτό δεν έχω μαρκαδόρους και ξύστρες. Επειδή δεν έχει λεφτά η μαμά μου. Εγώ δεν συμφωνούσα ούτε διαφωνούσα. Ήξερα, βέβαια. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, αν απαντούσα, θα παραδεχόμουν την ήττα μου. Στα μάτια της, δηλαδή. 

Η δασκάλα, χαμπάρι. Ρωτούσε για τον Διόνυσο και τον Ποσειδώνα. Τα αγόρια παίζαν ποδόσφαιρο, τα κορίτσια βόλει κι εγώ καθόμουν δίπλα στο παράθυρο και τους χάζευα γιατί "είχα πονόκοιλο". Κάθε Παρασκευή μας έδινε έναν μαθηματικό γρίφο να τον λύσουμε ως την Δευτέρα, και τότε γινόμουν χαρούμενη. Σκαρφάλωνα στο κρεβάτι μου και σκεφτόμουν το γρίφο ως να κλείσουν τα μάτια μου. Στους χειρότερους εφιάλτες, η Ελένη με κυνηγούσε με ένα τεράστιο μαρκαδόρο για να με υπογραμμίσει. Δεν έτρωγα γλειφιτζούρια και μαλλί της γριάς, και το χειρότερο δώρο ήταν τα ρούχα- το καλύτερο οι κούκλες. Και οι μπάλες. Οι μπάλες είχαν τέλειο ήχο όταν τις κλωτσούσες. Ή τις πετούσες με τα χέρια. Είχα μια συλλογή κορδέλες. Το χειρότερο χρώμα ήταν το ροζ, το αγαπημένο άλλαζε από εποχή σ' εποχή. Με κορίτσια δεν έπαιζα γιατί ήμουν αγοροκόριτσο και με αγόρια δεν έπαιζα γιατί ήμουν κορίτσι. Μια φορά η Ελένη ήρθε στο σχολείο βαμμένη. Με μέικ- απ και τέτοια. Γελάσαν όλοι. Εκείνη έβαλε τα κλάμματα και μας είπε πως δεν έχουμε ιδέα από μόδα. Η χειρότερη λέξη ήταν η μόδα. Η καλύτερη, η "βαρκατρουλοπετρολινοτσοκαρεκλοποδαριά". Επειδή ήταν τεράστια· κι επειδή δεν σήμαινε τίποτα. 

Τραγουδούσα. Στο δωμάτιό μου και στον δρόμο κι όποτε είχα τα κότσια. Ποτέ μπροστά σ' άλλους. Μόνο στη Μουσική, στο σχολείο- τότε το φχαριστιόμουν που τραγουδούσα όσο δυνατά μου 'κανε κέφι. Φορές- φορές η δασκάλα σταματούσε απότομα να παίζει για να δει ποιος ειν΄ αυτός ο κατεργάρης που τραγουδάει τόσο δυνατά και χαλάει τη μελωδία· το 'χα όμως μάθει και φρόντιζα να χαμηλώνω τον τόνο της φωνής μου όταν χρειαζόταν. Οι τοίχοι στο σπίτι λες κι ήταν χάρτινοι· η μάνα μου μ' άκουγε πάντοτε· χωρίς ποτέ να τ' αποκαλύψει. Ήξερε, βέβαια, την ντροπή μου. 

Μ' άρεσε ένα αγόρι, τον έβλεπα κάθε πρωί να περνά απ' το σπίτι, πηγαίναμε σε διαφορετικά σχολεία κι όμως οι δρόμοι μας διασταυρώνονταν. Θα 'τανε ένα-δυο χρόνια μεγαλύτερος. Δε μιλήσαμε ποτέ μα ούτε που μ' ένοιαξε· έφταν' ο ενθουσιασμός αυτής της μηδαμινής, μα καθημερινής μας συνάντησης. Στα καλύτερα όνειρα, παίζαμε μπάσκετ και νικούσα στα καλάθια. Πλέον, θυμάμαι μόνο τ' αθλητικά του κι αυτήν τη μπάλα που στερέωνε κάτω απ' το μπράτσο του τις μέρες με ήλιο. Όχι το πρόσωπο. Ποτέ το πρόσωπο. 

Είχα φίλους όλα τ' αδέσποτα -σκυλιά, γατιά- της γειτονιάς, ποτέ όμως δεν τόλμησα όμως να ζητήσω να φέρουμ' ένα στο σπίτι. Μια φορά μονάχα είχαμ' ανεβεί ως το μπαλκόνι μου με τη Νόρα -τ' αγαπημένο μου γατί- για να της δείξω, λέει, την θέα. Μ' έπιασ' η μάνα μου στα πράσα και με κάθισε μια ώρα στον καναπέ, αυτή να ψέλνει πως "δεν μπορούμε να θρέψουμε ένα ακόμα ζωντανό σ' αυτό το σπίτι" κι εγώ, με πείσμα, να επιμένω, με μόνο επιχείρημα το κλάμα μου, πως έχω ανάγκη έναν φίλο. Έπαιξα και το θέατρό μου· καμωνόμουνα επιδεικτικά, μπροστά της, πως έχω φανταστική φίλη· πως κάνουμε τα πάντα μαζί και τα συναφή. Τίποτα η μάνα μου. Μόνο που την εκνεύριζε το πείσμα· κατά τ' άλλα, ήξερε την πονηράδα μου. 

Έκλαιγα, ναι, 'ντάξει. Όχι όσο τώρα. Έκλαιγα πιο λίγο. Κι όταν έκλαιγα, γευόμουνα τα δάκρυα με τη γλώσσα και μου 'φτιαχνε η διάθεση. Ύστερα ξάπλωνα στο κρεβάτι και με 'παιρνε ο ύπνος ανάλαφρα. Αν φοβόμουν, κρυβόμουν πίσω απ' τις κουρτίνες· κι όταν, κάποτε, πέτυχα καταλάθος μια σκηνή με σεξ στην τηλεόραση, έτρεξα κάτω απ' το τραπέζι της κουζίνας πανικόβλητη και ντροπιασμένη. Τα μάγουλά μου δεν κοκκινίζανε μα ένιωθα την μύτη μου να τσούζει πολύ εύκολα. 

Κι αν τώρα, κάπου- κάπου, ξυπνήσω μες στη νύχτα ιδρωμένη και τρομαγμένη, θα 'ναι ένα απ' αυτά τα περίεργα όνειρα· πως χάνω το δρόμο για το σχολείο και δεν μπορώ πια να γυρίσω στο σπίτι· πως ανοίγω την πόρτα του δωματίου μου κι είναι γεμάτη με τρομακτικούς ψηλούς κυρίους με μακριά μούσια· ή πως η μαμά μου κάνει συμφωνία με τη μαμά της Ελένης κι ανταλλάζουνε τα ρούχα μας, κι εγώ είμαι καταδικασμένη να φοράω για πάντα τα φούξια φουστανάκια της.. 
  
Τότε, αν πλησιάσω στον νιπτήρα του μπάνιο για να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου, μ' έκπληξη θ' αντιληφθώ πως δεν χρειάζεται πια να πατώ στις μύτες για να δω στον καθρέπτη ολόκληρο το πρόσωπό μου. 

-thakrya

6 σχόλια:

  1. θελω να φαμε ανθος αραβοσιτου μαζι και να παιξουμε κρυφτο

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. 1. "για να με υπογραμμίσει" άπεια τρομακτικό και κρίπι για κάποιο λόγο.
    2. η Νόρα.
    3. εγώ μικρή ζήλευα όσους δεν κοκκίνιζαν σε κάθε αλλαγή συναισθήματος. σε αυτό δε μεγάλωσα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Τέλειο κείμενο, είσαι πολύ συμπαθητική.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. μη σταματάς να τραγουδάς και να γελάς και δεν θα ξαναδείς ούτε την τελευταία Ελένη του πλανήτη

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. χεχε μου ξύπνησεις αναμνήσεις!Πολύ ωραίο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή