Σελίδες

25.7.17

deep blue

Καλοκαίρι 2016, χαμένη σε ένα νησί της Ελλάδας μακριά από την Αθήνα-Μπλε- Ξυπνάω αφυδατωμένη. Τα μάτια μου καλά-καλά δεν έχουν ανοίξει μα η επιθυμία μου για νερό με οδηγεί έξω από τη σκηνή. Οι άλλοι κοιμούνται του καλού καιρού. Αυτή είναι η αγαπημένη μου ώρα να επισκέπτομαι τη θάλασσα, όταν είμαι μόνη μου. Κοντά στο σημείο που έχουμε στήσει έχει μια πηγή από όπου ρέει νερό δροσερό και πεντακάθαρο-καμία σχέση με το νερό που έχουμε συνηθίσει να πίνουμε. Κάθε πρωί που πίνω νερό, νιώθω σαν να ξαναγεννιέμαι.

Ξεδιψασμένη πια, κατευθύνομαι προς τη θάλασσα. Τα γυμνά μου πόδια τσουρουφλίζονται στην καυτή άμμο κι επιταχύνουν τη διαδρομή μου. Σκάει το παγωμένο νερό του πρωινού στα ακροδάχτυλα των ποδιών μου και τώρα ξυπνάω στ' αλήθεια. Βγάζω τα ρούχα μου και τρέχω μέσα γυμνή. Το νερό είναι πεντακάθαρο, παγωμένο, ήρεμο και μπλε. Βυθίζομαι μέσα του και κολυμπάω στα ανοιχτά. Νιώθω το νερό να με καθαρίζει από όλη τη βρωμιά της χρονιάς που πέρασε. Κολυμπάω όσο πιο βαθιά μπορώ. Τόσο βαθιά που με δυσκολία μπορώ να διακρίνω τις σκηνές μας στην παραλία. Τότε είναι που αφήνομαι εντελώς. Αφήνω το σώμα μου ελεύθερο. Ξαπλώνω ανάσκελα ρίχνοντας κρυφές ματιές στον ήλιο κι επιπλέω. Αφήνω τα μικρά κυμματάκια της θάλασσας να με μετακινούν ελαφρώς από το ένα σημείο στο άλλο. Με πλένουν, με ηρεμούν, με ταξιδεύουν. Αφήνομαι.

Εκεί στα βαθιά αφήνω τις σκέψεις που με έχουν κατά καιρούς βασανίσει να φύγουν μακριά. Το σώμα μου, η ψυχή κι ο νους μου απελευθερώνονται. Όλη μου η ύπαρξη ξάφνου ταυτίζεται με το βαθύ μπλε της θάλασσας, λησμονεί πρόσκαιρα την ανθρώπινη υπόσταση της και την περιφρονεί. Κάποιες τέτοιες στιγμές, κάθομαι και σκέφτομαι τι σκατά έχω κάνει στη ζωή μου κι ειλικρινά απορώ. Εγώ ήμουν ή μήπως κάποιος άλλος που τα έκανε όλα αυτά; Έδωσα εγώ φέτος Πανελλήνιες; Και τέτοια. Και πραγματικά δεν είμαι απόλυτα σίγουρη διότι εκείνη τη στιγμή όλες οι λεπτομέρειες που διέπουν και καθορίζουν τον ανθρώπινο βίο γίνονται σταγόνες νερού μιας απέραντης μπλε θάλασσας.

Να την πάλι αυτήν τη σκέψη. Από ώρα σε ώρα νιώθω ότι θα χτυπήσει το ξυπνητήρι μου, θα είναι 7 η ώρα το πρωί και θα πρέπει να ετοιμαστώ για το σχολείο. Να τρέξω αγουροξυπνημένη προς το ψυχρό προαύλιο, να χάνω την ώρα μου σε κενές αίθουσες διδασκαλίας περιμένοντας να μεταβώ στις άλλες, του φροντιστηρίου. Θα χρωστάω μία έκθεση εδώ και δύο εβδομάδες και δεν θα προλάβω να την γράψω από τις 2 που σχολάω μέχρι τις 4 που έχω μάθημα. Οπότε ας την γράψω στο σχολείο! Άλλωστε, τι καλύτερο έχω να κάνω τις ώρες που έχουμε μαθήματα γενικής;

"Ξύπνα!" σκέφτομαι και ξανασκέφτομαι. Η Τρίτη Λυκείου τελείωσε, οι Πανελλήνιες πέρασαν, τα αποτελέσματα βγήκαν, όλα τελείωσαν. Τόσο απλά. Ξανά αφήνω το νερό να με χτυπήσει στα μούτρα μπας και συνέλθω. Χα! Και τώρα μου σκάει στο νου η εξής ιστορία.

17 Απριλίου. 29 μέρες πριν αρχίσουν οι Πανελλήνιες. Μετρούσα τότε τις μέρες και τις ώρες, βλέπεις. Διαγώνισμα στην Έκθεση, το τελευταίο ήταν κιόλας, νομίζω. Είχαμε μπουχτίσει στα κωλοδιαγωνίσματα κάθε Κυριακή. Θα μου πεις, έτσι δεν είναι η Τρίτη Λυκείου; Τέλος πάντων, ναι. Καμία όρεξη δεν έχω πάλι να γράφω μαλακίες για την έξαρση της νεανικής παραβατικότητας -γιατί άραγε;- ή για την έλλειψη ανθρωπιστικής παιδείας -σχήμα οξύμωρο.Σκάω καθυστερημένη κλασικά κι άπειρα ξενερωμένη. Η ημέρα είναι πανέμορφη. Έχει έρθει η άνοιξη για τα καλά. Στο δρόμο για το φροντιστήριο παρατηρώ τα λουλούδια που έχουν ανθίσει, ακούω τα πουλιά να κελαηδούν και ξάφνου μυρίζω παντού άνοιξη. Δίχως να το πολυκαταλάβω, αρχίζω το τραγούδι. "Θα'ρθει μια μέρα που θα αφήσω αυτόν το φόβο πίσω μου, θα γίνει δέντρο και θα παίζουν από κάτω τα παιδιά." Κάποιοι με κοιτούν περίεργα, άλλοι χαμογελούν και παίρνουν δύναμη από το τραγούδι μου.

Φτάνω λοιπόν με μία κλεμμένη από την απογοήτευση όρεξη στο φροντιστήριο και ξαπλώνω στον καναπέ της εισόδου. Παρατηρώ ότι λείπουν τα μισά άτομα. Θα διαβάζουν ίσως. Πόσο πια; Ποιος ξέρει; Μέχρι κι η γραμματέας έχει βαρεθεί να μας βλέπει. Περιμένουμε μάταια μπας και φανεί κάποιος άλλος, αλλά τίποτα. Έτοιμη ήμουν να με πάρει ο ύπνος περιμένοντας. Μην τα πολυλογώ, μας μοιράζονται εν τέλει τα διαγωνίσματα. Το θέμα λοιπόν δεν ήταν ούτε ανθρωπισμός ούτε αποκλίνουσα συμπεριφορά και τα σχετικά. Ήταν η φιλία. Ε όχι σκέφτομαι. Δεν θα μας κλέψουν μέχρι κι αυτό για να το κάνουν συστημική γνώση. Δεν είχα που δεν είχα καθόλου όρεξη εκείνη την ημέρα, αυτό με αποτέλειωσε. Σηκώνομαι λοιπόν,  λέω "δε νιώθω καλά" και την κάνω. Για πού όμως;

Ο καιρός έχει φτάσει, σκέφτομαι. Ο ουρανός είναι πεντακάθαρος, ο ήλιος άρχισε να σιγοκαίει, το καλοκαίρι πλησιάζει κι η θάλασσα μας περιμένει. Τρελή ιδέα θα μου πεις μα γιατί όχι; Και στο κάτω κάτω, ό,τι θέλω εγώ θα κάνω. Παίρνω λοιπόν τη Νέλλη τηλέφωνο η οποία πρέπει να μην είχε ξεμεθύσει ακόμα από την προηγούμενη νύχτα. "Θάλασσα; Εσύ είσαι η θάλασσα, ρε μαλάκα!" Αυτό μου είπε. Ο άλλος έδινε Ιστορία, η άλλη υστερικά μου υπενθύμισε ότι δίνουμε σε λιγότερο από μήνα. Τελικά μόνο η Αλίκη μου φάνηκε κάπως θετική.

Τρέχω λοιπόν στο σπίτι μου, παίρνω την κιθάρα, λέω "Πάω στης Νέλλης για διάβασμα. Θα αργήσω!" Παίρνω και μια εξάδα μπύρες, παίρνω και το λεωφορείο για να συναντήσω την Αλίκη.

"Που σου ήρθε;" μου λέει.

"Δεν ξέρω πώς μου έσκασε. Ξέρεις τώρα τη σχέση μου με τη θάλασσα." της απαντάω. 


Δεν είπαμε και πολλά. Ένα λεωφορείο πήραμε και φύγαμε. Όση ώρα ήμασταν στο λεωφορείο σκεφτόμουν ότι εκείνη τη στιγμή υποτίθεται ότι θα έπρεπε να γράφω μία έκθεση για τη φιλία ενώ εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να περάσω χρόνο με τους φίλους μου και οι Πανελλήνιες δεν μου το επέτρεπαν να είναι όπως θα ήθελα.

Φτάνουμε λοιπόν. Δε μιλήσαμε πολύ ούτε στη διαδρομή του λεωφορείου ούτε πηγαίνοντας με τα πόδια ως εκεί. Δε χρειαζόταν κιόλας άλλωστε. Η σιωπή αυτή δεν ήταν από εκείνες που δημιουργούν αμηχανία αλλά από αυτές που δημιουργούν ηρεμία. Καθόμαστε σε ένα σημείο απόμερο, αφήνουμε τα πράγματα μας, ανοίγουμε δύο μπύρες, η Αλίκη στρίβει τσιγάρο, εγώ κοιτάζω ήρεμα και μελαγχολικά τη θάλασσα. Ασυναίσθητα ξεκινώ και πάλι να τραγουδώ. "Στη γειτονιά μου την παλιά είχα ένα φίλο." Η Αλίκη χαμογελά και μπαίνει κι αυτή στο "Δεν θα περάσει ο φασισμός!". Τραγουδάμε και κοιτάμε μαζί τη θάλασσα.

"Νιώθω ότι κάτι μου έχουν κάνει. Δεν ξέρω." λέω εγώ.

"Τι εννοείς;" με ρωτά εκείνη πίνοντας μια γουλιά από την μπύρα της.

"Δε νιώθω τόσο 'εγώ' πια. Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω. Κάτι δεν πάει καλά. Τον τελευταίο καιρό απλώς τρέχω. Χωρίς να θυμάμαι καν το γιατί."

"Όλοι οι άνθρωποι τρέχουν. Στο μετρό, στους δρόμους, στη δουλειά. Τρέχουν για να ξεχάσουν. Για να ξεφύγουν από μία αλήθεια που τους τρομάζει. Την προσωπική τους αλήθεια. Τρέχουν για να μη σκέφτονται και να μην αισθάνονται. Η ταχύτητα αυτή τους δίνει νόημα σε ό,τι κάνουν."


"Αφού τρέχω", λένε, "δεν έχω να απολογηθώ σε κανέναν." Διότι μόνο η ραθυμία είναι πράγμα αδικαιολόγητο. Διότι μόνο ένα μεσημέρι του Αυγούστου στην Ικαρία δικαιολογείται το να μην κάνεις τίποτα. Άλλωστε, μετά από τόσο τρέξιμο το δικαιούσαι, σωστά;" Μπορείς να μου δώσεις μια τζούρα;

"Ξέρεις έχει γράψει κι ο Κούντερα για την ταχύτητα. Αν το σκεφτείς έλεγε, τρέχουμε για να ξεχάσουμε κάτι δυσάρεστο που μόλις βιώσαμε κι έτσι απομακρυνόμαστε χρονικά από αυτό. Από την άλλη, όταν τρέχουμε μηχανικά στο δρόμο και θέλουμε να θυμηθούμε κάτι, ασυναίσθητα επιβραδύνουμε το βήμα μας. Ρε είναι λογικό να χάθηκες σε όλο αυτό το τρέξιμο. Άρχισες χωρίς να το καταλάβεις να τρέχεις μακριά από τον εαυτό σου, μακριά από εσένα κι έτσι οι αναμνήσεις άρχισαν να χάνονται στο στροβίλισμα της ταχύτητας."


"Γαμώτο", απαντώ ξεφυσώντας. "Γαμώτο. Γαμώτο. Είναι όλα τόσο αντιφατικά και παράλογα. Βαρέθηκα αυτό το τρέξιμο."

Τρέχω. Αυτή τη φορά όχι για να προλάβω ένα λεωφορείο ούτε για να πάω στο μάθημα καθυστερημένη. Δεν τρέχω μηχανικά αγνοώντας οποιαδήποτε ύπαρξη τρέχει δίπλα μου. Τρέχω για να ξεφύγω. Όχι από την αλήθεια, αλλά από αυτήν τη ρημάδα την αντικειμενική πραγματικότητα. Ουρλιάζω σαν τρελή και πέφτω στη θάλασσα με τα ρούχα. Γελάω δυνατά, τόσο δυνατά. Πόσο καιρό είχα να ακούσω αυτό το γέλιο; Κολυμπάω. Όσο μπορώ δηλαδή με έναν τόνο βρεγμένα ρούχα κολλημένα πάνω μου. Το παγωμένο ανοιξιάτικο νερό με ξυπνά από τη λήθη. "Δεν θα με δείτε να πέφτω..." φωνάζω. Κι έτσι βγαίνω τουρτουρίζοντας.

Καθίσαμε στην παραλία ως το σούρουπο. Ήπιαμε όλες τις μπύρες και δεν ξανάπαμε τίποτα. Μονάχα τραγουδήσαμε παρέα με τον ήχο μιας κιθάρας και των κυμάτων της θάλασσας. Την ημέρα εκείνη, 29 ημέρες πριν τις Πανελλήνιες, δε διάβασα τίποτα και ξαφνικά θυμήθηκα όλα τα 'γιατί' που με βασάνιζαν. Τρέχω δήθεν κυνηγώντας το επάγγελμα των ονείρων μου. Μα εγώ θέλω μόνο να τραγουδώ. Αν δεν είχε υπάρξει εκείνη η Κυριακή, ίσως χανόμουν εντελώς ανάμεσα σε γράμματα και σκέψεις. Μα μέχρι το τέλος υπήρξε το στήριγμα μου αυτή η παρόρμηση, αυτή η συζήτηση κι η εμπειρία. Μουσκίδι κοιτούσα το ηλιοβασίλεμα και τραγουδούσα. Η ταχύτητα σταμάτησε. Και ύστερα πάλι ο χρόνος πέρασε και χάθηκα μα εγώ πια κρατούσα σφιχτά στις χούφτες μου τα χρώματα που μου ταιριάζουν. Φαντάσου ωστόσο την έκφραση μου όταν το θέμα της έκθεσης στις Πανελλήνιες ήταν πράγματι η φιλία...

"Ελεύθερα ψηλά, πολύ ψηλά πετώ κι όλοι ζηλεύουν τα περήφανα κι αδέσμευτα φτερά μου." 
Η ελευθερία είναι όντως κατάσταση του νου. Πραγματική ελευθερία σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο δεν υπάρχει αλλά η σκέψη δεν έχει όρια. Τα κύματα με απομάκρυναν αρκετά. Ξυπνώ για τα καλά και κολυμπώ προς την παραλία. Τα παιδιά έχουν ξυπνήσει, γελούν, φτιάχνουν καφέδες, λένε βλακείες και κανείς δε βιάζεται. Τρέξαμε όλοι -ο καθένας με τους δικούς του ρυθμούς- έχοντας ανάγκη όλοι από μια καλοκαιρινή ραστώνη. Από ένα τίποτα για το οποίο κανείς δε σου ζητά εξηγήσεις. Ύστερα από όλο αυτό το τρέξιμο άλλωστε το δικαιούσαι, σωστά;

"Η ζωή δεν είναι μόνο ένας τραχύς αγώνας, είναι παιχνίδι φαντασίας εξ ίσου. Όση ανάγκη έχουμε να επιβιώσουμε, άλλο τόσο έχουμε ανάγκη και να ζήσουμε."
Όσο κι αν αλλάζουν τα πράγματα, σκέφτηκα, όσα κι αν κερδίσουμε ή χάσουμε, πάντα θα σκάει ένα κύμα στο ακρογιάλι και ο ήλιος θα ζεσταίνει τις ψυχές μας.


-Dontknow

8.7.17

αντάρτισσα

Στη βραδινή τη βάρδια, μονάχη στέκει
στο πλάι σκέτα τ’ όπλο της βαστά γερά.
Απ’ του βουνού τις ξερολιθιές, ακέραια κρατά
στη γη βαθιά, πέτρα χωμένη να θυμίζει
λίγο που ξεπροβάλλει, τον ήλιο ν’ αντικρίζει.

Σε τούτους τους βουβούς καιρούς
που τα μυρμήγκια βασιλεύουν
εκείνη αρπάζει τη θαμμένη λεβεντιά
να φυλαχτεί από της σήψης την πολιορκία.

Από οικοδομές χορταριασμένες δραπετεύει
κι απάνου στης κορφής τις αγριάδες
τους λύκους κάνει φίλους της
βγάζουν τα ρούχα τους μαζί
και χτίζουν αγκρέμιστα καταφύγια.

Με μάτια που ξέρουν
με μάτια φουντωμένα
μια σκούρα σκοτεινή βραδιά
μπάρκο σκαρώνει τολμηρό
μονάχη στα βουνά να περπατά
της λευτεριάς αποζητά τις χάρες.
Τη μάχη, λέει, θα τη συνεχίσει
φράχτες, παλάτια θα γκρεμίσει
περήφανη αντάρτισσα, κάποτε θα γυρίσει.

Στην τελευταία τους βραδιά
στερνό τραγούδι αντηχεί
όρκος γι’ αντάμωμα σφιχτός.

Πριν φύγει η πρώτη σφαίρα από την κάννη
θα είναι σίγουροι καλά
στης μάχης τ’ αλμυρά νερά
κανείς δικός τους μην πεθάνει.

-C. Lupus


*η "αντάρτισσα" εχει πρωτοδημοσιευτεί στον "Ψεύτικο Ντουνιά"