26.6.16

η πεταλουδίτσα κάνει γαβ, γαβ, μιάου


Το σκηνικό πρέπει πάντα να μοιάζει αυθόρμητο. Καθοδηγούμενο από υποσυνείδητα συναισθήματα. Και όχι απλά από φόβο, θλίψη, απογοήτευση, αίσθημα πνιγμού ή όπως το λένε οι ψυχολόγοι. 9 στους 10 ψυχολόγους συνιστούν αυτοκτονία δια του απαγχονισμού. Καθαρές δουλειές. Σύντομα και αναίμακτα. Αλλά όχι μέσα στα σπίτια σας! Σε κάποιο δάσος. Να σας δει και κανείς, θα 'χει περισσότερη πλάκα. Μια κίνηση και σβήνεσαι. «Φεύγεις» όπως λένε στα τηλεοπτικά πάνελ. «Έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος σκηνοθέτης...». Φοβούνται τον θάνατο ακόμη και σαν λέξη. Εγώ τα λέω. Οι άνθρωποι είναι δειλοί. Αλλά, ταυτόχρονα, και άρρωστοι. Έχουν μια ακατανίκητη περιέργεια να βλέπουν θύματα. Ο θάνατος, η αρρώστια τους φοβίζουν και τους γοητεύουν μαζί, λατρεύουν κάθε τι νεκρό, όσο πιο νέο το πτώμα τόσο μεγαλύτερη η λαιμαργία τους και η ακόρεστη κατακρεούργηση του νεκρού. Μα και ‘γω άνθρωπος είμαι. Είμαι δειλός και άρρωστος. Και με μια μικρή δόση τρέλας. Αν ξέρεις ότι είσαι τρελός όμως, λένε, δεν είσαι τρελός. Εγώ το ξέρω ότι είμαι και είμαι. Να μην τα πολυλογώ: σκοτώνω. Σκοτώνω όσους θέλουν να αυτοκτονήσουν. Με όσο πιο ευφάνταστους τρόπους. Ζωγραφίζω πάνω στην σκηνή του εγκλήματος. Διακοσμώ τον τόπο φρίκης. Το ανθρώπινο σώμα και ο εσωτερικός του κόσμος προσφέρονται για θαύματα! Ποτέ όμως δεν μπόρεσα να σκοτώσω εμένα. Ακόμη και τώρα, μετά από τόσους φόνους, δεν έχω εξοικειωθεί με την ιδέα του θανάτου του εαυτού μου. Του εαυτού μου,  μονάχα. Δηλώνω χριστιανός. Όχι επειδή μου το λέει η ταυτότητα μου. Επειδή το επέλεξα. Δηλώνω πιστός σε όλες τις θρησκείες του κόσμου. Τι ωραία βασανιστήρια που κρύβουν επιμελώς οι θρησκείες! Τι δημιουργικά, μακάβρια και όμορφα! Ζηλεύω και αντλώ έμπνευση απ’ αυτές. Δηλώνω Θεός. Δηλώνω ό, τι πιο ισχυρό υπάρχει, παντοδύναμος και σκοτεινός. Μουχαχα! Να με φοβάστε. Σκοτώνω. Και τις προάλλες με το έντερο κάποιου έφτιαξα μια ωραιότατη γιρλάντα που την έστειλα πακέτο σε ένα παιδικό πάρτυ. Έχω και χιούμορ. Με παντρεύεσαι ωραία κοιμωμένη μου; Δεν σε θέλω! Χαχαχαχα πλακίτσα! Είσαι πολύ τεμπέλα για ‘μένα. Βαριέμαι εύκολα. Τώρα που σου μιλάω βαριέμαι και φτιάχνω αστείες λέξεις στο μυαλό μου: «Τρακολνιστακούρ», που πάει να πει «το παπάκι πάει στην ποταμιά μα το γάμησε ο κυρ Γιάννης». Τι μαγική που ‘ναι η γλώσσα. Συμπυκνώνει βαθιά νοήματα σε μια μόνο φράση! Αχ, αλλάζω θέματα εύκολα σαν γκόμενα. Δεν είμαι γκόμενα, όμως θα θελα. Το πελατολόγιό μου, λοιπόν, είναι ιδιαίτερα πλούσιο αυτές τις μέρες. Η γειτόνισσά σου, ο μητροπολίτης, ο βουλευτής, ο υδραυλικός θέλουν να τους σκοτώσω, να γευτούν λίγο από το αιχμηρό μου μαχαιράκι ή τα λεπτεπίλεπτα μου χεράκια. Ποτέ πιστόλι όμως. Θέλω άμεση, διαπροσωπική επαφή. Ο φόνος είναι σαν διάλογος. Μια ενεργητική διαδικασία ανταλλαγής απόψεων και συναισθημάτων με βλέμματα, μορφασμούς και σπασμωδικές κινήσεις. Μόνο που οι διάλογοι είναι ψεύτικοι, γιατί οι γονείς τους, οι άνθρωποι, είναι κι αυτοί ψεύτικοι. Ο άνθρωπος είναι ο εαυτός του μόνο την στιγμή του θανάτου του. Τις άλλες φορές είναι ό, τι θέλει η παρέα του, ο εργοδότης του ή ο ίδιος ανάλογα με τις διαθέσεις. Καταλαβαίνεις πολλά από την τελευταία στιγμή κάποιου. Ξέρω το ανθρώπινο είδος καλύτερα από τον καθένα. Καλύτερα από τον κάθε ψυχολόγο – ψυχίατρο – ψυχοθεραπευτή. Γι’ αυτό και με θεωρώ ανώτερο ον. Και με μισώ, μαζί. Με μισώ και βγάζω αυτό το μίσος στα πτώματα μου όταν σκοτώνω. Δεν αρκούμαι, απλά, στην αφαίρεση της ζωής του υποκειμένου - πελάτη μου. Δεν είναι απαραίτητο ότι το πτώμα πρέπει να υποφέρει. Ίσως, λιγουλάκι, πάντα. Αλλά, κάτι σημαντικό, επίδοξοι δολοφόνοι που με διαβάζετε μην ασελγείτε πάνω στα πτώματα σας. Ποτέ πολλές δουλείες μαζί. Ή δολοφόνος θα ‘σαι ή βιαστής. Κάνω εγώ την δουλειά σας; Την σέβομαι, αλλά δεν την κάνω. Σεβαστείτε και ‘σεις ή να πάω στην Βουλή να καταθέσω κάποιο νομοσχέδιο; Άντε γιατί πολλά ψυχάκια γεμίσαμε, και ‘μεις τα αληθινά ψυχάκια που το ξέρουν ότι είναι, ζούμε με τρεις και εξήντα. Έχασα την ψυχραιμία μου και τώρα δεν μπορώ να εργαστώ. Ο φόνος θέλει καθαρό και ήρεμο μυαλό. Είναι μια τέχνη. Θα τα σκατώσεις αλλιώς. Υπάρχει ερωτικό στοιχείο στον φόνο. Τα πάντα σ' αυτόν υποδηλώνουν πάθος και αρχέγονα συναισθήματα, δύσκολα διαχειρίσιμα από το συνειδητό κομμάτι του εγκεφάλου.  Η αποκοπή από το συνειδητό και η αληθινή περιδιάβαση στα ενδότερα των σκέψεων που συμβαίνει στον φόνο προσεγγίζει τον έρωτα. Δηλώνω παράφορα ερωτευμένος με κάθε θύμα μου. Παράφορα, αδιανόητα, καταστροφικά. Με σκοτώνει και 'μένα αυτή η διαδικασία.

 Ξέρετε ποιούς-τι-ποιόν αντιπαθώ περισσότερο απ' τα παρακάτω;

  1. Τους ανθρώπους που αυτοκτονούν με χάπια.
  2. Τη λέξη οδοντόπαστα αντί για οδοντόκρεμα.
  3. Τον κυρ-Γιάννη που πήδηξε το καημένο το παπάκι :(


Ελάτε. Εύκολο. Το 2. Ανατροπή! Όχι, ντάξει, το 1. Το ξέρω είμαι πληκτικός, προβλέψιμος, μαλάκας, άσχημος, κακός στο σεξ, μικροτσούτσουνος, πισωγλέντης, προσθέστε ό, τι άλλο θέλετε. Μα δεν είναι βαρετοί αυτοί οι άνθρωποι; Με χάπια σοβαρά;;;; Τι είσαι ρε φίλε; Ντίβα; Άντε βρες κάτι ποιο όμορφο. Δεν θα σου πω εγώ τι. Να το βρεις μόνος σου. Θέλουμε κάποιον να μας λέει τι θα κάνουμε πάντα. Ακόμη και πώς θα αυτοκτονήσουμε. Και μην τολμήσετε να αντιγράψετε κάποιον τρόπο αυτοκτονίας από ταινία ή σειρά. Ξεπερασμένο και εφηβικό. Ψάξε με και βρες με. Μην ψάξεις κάπου σκοτεινά και απομονωμένα. Απαπα! Λατρεύω τον ήλιο, τις κατσικούλες, τα ροζ συννεφάκια, τα σκιουράκια που κάνουν πικ-νικ τις ανοιξιάτικες μέρες και τα ανέκδοτα με κλανιές. Θα περάσουμε ωραία. Call me.




Βράδυ και ξάπλωνα αμέριμνα.
Ίσως και να κοιμόμουν.
Χέρια να τυλίγουν απαλά τον λαιμό.
Με τα αρώματα που αγάπησα, τα παιδικά.
Να πλέκονται σφιχτά.
Να καταπατούν το απαλό δέρμα.
Τα καλύτερα σημάδια ενηλικίωσης.
Είμαι πλέον κτήμα μου, για πάντα.

                                                                                                                          -Αγγέλας

17.6.16

καρπούζι


Ζέστες καυτές
ξυπόλυτα πόδια
αλμυρισμένα σεντόνια
ιδρωμένα μεσημέρια
παγωμένα νερά.

Γαλάζιες χάντρες και γαλάζιες θάλασσες, κόκκινα μάγουλα και κόκκινοι ουρανοί.

Το πρώτο απόγευμα στο πλοίο
τα τραγούδια κάθε νύχτα
οι Ιταλοί από πέρσι που 'ναι ακόμα εδώ.

Κι όλοι μαζί, καθισμένοι σε κάποιο πεζούλι, βουτάμε τις μούρες μας σε ένα τεράστιο καρπούζι και φτύνουμε τα κουκούτσια στα μούτρα του χειμώνα.

Κάθε Ιούνιο γεννιούνται χίλοι κόσμοι.

-C. Lupus

7.6.16

η χορεύτρια του πλήθους

*κείμενο-απάντηση στο Αποσύνθεση

2009

Κάθε πρωί, λίγο πριν το μάθημα στο Δημοτικό, η Ελένα σηκώνεται τα πρωινά και πετάγεται έως τον καθρέφτη. Παρατηρεί με αγωνία το πρόσωπό της, τα χέρια της, την κοιλιά της, το στήθος της και τα πόδια για μερικά λεπτά, από διάφορες οπτικές γωνίες. Η όμορφη Ελένα, είναι η πρώτη μαθήτρια στο χορό και κάνει τις πιο ολοκληρωμένες στροφές μπροστά από τους καθρέφτες και αυτός είναι ο δικός της προσωπικός χορός. Αγαπάει τα βήματά του, τα έχει μάθει απ' έξω, κυρίως για να ευχαριστήσει την αγαπημένη της Δασκάλα, που ακούει στο όνομα Κοινωνία. Η Κοινωνία ήταν από πολύ νωρίς σωστή Δασκάλα για εκείνη και είχε βρει τα κουμπιά της για να εντοπίζει τον κατάλληλο παλμό και ρυθμό της κίνησης. Ήταν λες και την είχε επιλέξει ως την πιο λαμπρή και μοναδική μαθήτριά της, ναι, η Ελένα κάθε πρωί που ξυπνάει νιώθει πως είναι το ξεχωριστό διαμάντι της Δασκάλας της, η εκλεκτή της στο χορό του καθρέφτη.

Τα άλλα κορίτσια στην τάξη της δεν έχουν ιδέα για τον χορό της, είναι πολύ πιο ανώριμες και ασχολούνται με πράγματα που ασχολούνται τα συνηθισμένα παιδιά της 6ης Δημοτικού. Φοράνε ρούχα που τα διαλέγουν οι γονείς τους και παίζουν μπάλα, κυνηγητό, μήλα, κρυφτό και πρόσωπα-ζώα-πράγματα. Μερικές φορές, χωρίζονται σε παρέες και τα αγόρια συζητούν κυρίως για ποδόσφαιρο, ενώ τα κορίτσια για αγόρια και για άλλα κορίτσια. Και εάν τυχαίνει να διαλέγουν μόνα τους τα ρούχα, τότε τα χρώματα δεν είναι συνδυασμένα αρμονικά, άλλα συνδυάζουν το πορτοκαλί με το καφέ και το ροζ με το λαχανί, ενώ οι παρέες που διαμορφώνονται από αγόρια και κορίτσια ασχολούνται με πόκεμον, κάρτες, μουσική ή διάφορα γκατζετάκια και πού και πού μιλάνε για το καλοκαίρι και υπολογίζουν τα μπάνια που θα κάνουν και τα παγωτά που θα φάνε αυτή τη χρονιά. Η Ελένα όμως όχι.


Είναι πράγματι ένα απ' τα διαφορετικά παιδιά. Στο σχολείο τής ανήκει μονάχα μια γωνία-μία, διότι τις υπόλοιπες τις κατέχουν άλλα πετράδια που όμως περνούν απαρατήρητα, όχι σαν την Ελένα που έχει την πιο ακριβή Δασκάλα να τη φροντίζει. Συνεπώς, η Ελένα είναι ένα διαμάντι που γυαλίζει πολύ έντονα και μπορείς εύκολα να παρατηρήσεις ότι της ανήκει μονάχα μια γωνία. Γυαλίζει και κάνει μπαμ από μακριά στο μάτι σου. Η Δασκάλα της φροντίζει να την καθαρίζει καλά πίσω στον αυχένα και στις πτέρνες και σε σημεία που δεν φτάνει μόνη της να καθαριστεί. Την κάνει να αστράφτει και να ομορφαίνει τη γωνία της στα μάτια της, μόνο και μόνο που κάθεται εκείνη εκεί. Τα ρούχα της τα επιλέγει απ' το προηγούμενο βράδυ και τα συνδυάζει λεπτομερώς με την διάθεση, τον καιρό, την εποχή και το αν έχουν Γυμναστική την επόμενη μέρα ή όχι. Κατά τα άλλα, τα διαλείμματα συνήθως βαριέται και μέσα στο μάθημα δεν παρακολουθεί, διότι είναι ήδη διαμάντι και δεν χρειάζεται. Ο δάσκαλος στο σχολείο τής κάνει παρατηρήσεις, όμως εκείνη ανταποκρίνεται πάντοτε επιθετικά και με "υφάκι", πάνω στην απόπειρά της να του δείξει ότι εκείνος δεν καταλαβαίνει την αξία της.


Όταν τελείωσε το Δημοτικό, η Ελένα συνειδητοποίησε, μιας και πήγαινε πάντα πιο μπροστά από τα άλλα κορίτσια, ότι έπρεπε τώρα στο Γυμνάσιο να βρει έναν σωστό και άξιο σύντροφο που θα ξέρει να χορεύει στα βήματα που της έμαθε η γλυκιά της Δασκάλα και να χορεύει μαζί του, για να μη νιώθει μόνη. Αυτό ήταν! Πώς δεν το είχε σκεφτεί; Δεν χρειαζόταν φίλες. Τα κορίτσια δεν καταλαβαίνουν, γιατί εκείνη δεν είναι σαν τα κορίτσια, τα κορίτσια είναι κατώτερα γενικά σε πολλά πράγματα, είχε μάθει απ' τη Δασκάλα, όμως εκείνη δεν ήταν σαν τα κορίτσια. Και, από την άλλη, τα αγόρια είναι αγόρια και δεν θα μπορούσε να κάνει παρέα μαζί τους. Εκείνος όμως, ο χορευτής, θα ήταν ό,τι πρέπει. Θα ήταν και φίλος και αδερφός και έρωτας και γάμος και παντοτινή αγάπη. Θα ήταν ο καβαλιέρος της. Η Ελένα ήταν ενθουσιασμένη!


Την πρώτη μέρα στο Γυμνάσιο, είχε ήδη αγοράσει ολοκαίνουρια ρούχα και παπούτσια, είχε κάνει φράντζα στα μαλλιά της και είχε και το πρώτο της πίρσινγκ στον αφαλό. Στην αυλή του νέου της σχολείου, δεν παρατήρησε και δεν χαιρέτησε κανέναν παλιό της συμμαθητή απ' το Δημοτικό, αφού τώρα το νέο σχολείο άξιζε να είναι παντελώς δικό της και τίποτα απ' το ανιαρό παρελθόν δεν θα έπρεπε να το μολύνει. Ευχόταν συχνά να εξαφανίζονταν όλα αυτά τα άτομα που δεν έχουν ιδέα από το χορό της, για να μπορεί να εκφράσει ελεύθερα και με πάθος την αγάπη της για τα βήματα του καθρέφτη, χωρίς να την συλλάβουν τα βλέμματα και οι φήμες του παρελθόντος. Τα παλιά άτομα της θύμιζαν τη μοναξιά της και το πόσο θα ήθελε να μπορεί να μοιραστεί το χορό της με κάποιον που θα την θαυμάσει, που δεν θα την αλλοιώσει, που δεν θα προσποιηθεί ότι είναι σαν και αυτήν, αλλά θα αποδεχτεί τον ύψιστο κόσμο που υπάρχει μέσα της. Έτσι, εκείνη την πρώτη μέρα στην αυλή, την πέρασε ψάχνοντας για μια καινούρια γωνιά, από την οποία θα μπορούσε να εντοπίσει με την ησυχία της τον ένα και μοναδικό ιδανικό της παρτενέρ. Τα κριτήρια τα κρατούσε σε ένα χαρτί στην τσέπη της από τις σημειώσεις που κράτησε από την Δασκάλα του χορού.
      

2012

Το Λύκειο μοιάζει με πυρηνική έκρηξη. Η Δασκάλα της Ελένας έχει γίνει μια απ' τους καθηγητές-ιδιαιτεράδες που τα παίρνουν χοντρά και αυτοσυστήνονται σε όλους τους μαθητές. Σιγά σιγά, οι μαθητές που δεν έχουν την δυνατότητα να κάνουν μάθημα με την Δασκάλα της Ελένας, απογοητεύονται, αισθάνονται εκτός του παιχνιδιού της αυλής του σχολείου και προσπαθούν να πάρουν παράδειγμα από τα βήματα του χορού των παιδιών που είναι πιο προικισμένα, ή θυμώνουν και οδηγούνται σε μη διακριτές γωνιές, εκεί που πέφτει η μπάλα όταν παίζουν οι μαθητές βόλευ, εκεί που χτυπάει και επιστρέφει πίσω για να συνεχιστεί το παιχνίδι. Αυτή είναι η έκρηξη. Ότι πριν το παιχνίδι ξαναρχίσει, η μπάλα χτυπάει τη γωνία. Είναι μια διαδικασία που μοιάζει αναγκαία, απαραίτητη και, παραδόξως, φυσιολογική, επόμενη.

Η Ελένα συνήθιζε να έχει όλες τις μπάλες στο Δημοτικό και παράλληλα να έχει και τη γωνία της άθικτη και καθαρή. Γιατί η Δασκάλα της την προωθούσε και ήταν αφοσιωμένη μόνο σε εκείνη και στη μάθησή της για το χορό του καθρέφτη. Όμως τώρα όλα σχεδόν τα παιδιά μοιάζουν να μιμούνται αυτό που ήταν η Ελένα στο Δημοτικό και να μοιράζονται την ίδια Δασκάλα. Αυτό είναι ανυπόφορο για εκείνη. Πλέον, οι μέρες της ποτίζονται με οργή, αγανάκτηση και θυμό που δεν είναι η ίδια ακόμη στην κορυφή της λίστας των χορευτών του καθρέφτη. Οι στροφές που έκανε στο σπίτι της κάθε πρωί που πεταγόταν απ' το κρεβάτι με ενθουσιασμό, έχουν τώρα γίνει μια επίπονη και σκληρή διαδικασία που τη βαραίνει στους ώμους και την κάνει να καμπουριάζει. Τα ρούχα της τώρα πια δεν φαίνονται τόσο φανταχτερά και μοναδικά, τόσο εκλεκτά και κατάλληλα συνδυασμένα σε σύγκριση με των άλλων μαθητών και το πίρσινγκ στον αφαλό έχει γίνει thing στο σχολείο. 


Συν τοις άλλοις, η Ελένα ένιωθε ότι βρισκόταν στην κορυφή του σχολείου όταν γνώρισε τον Αρτέμη στην πρώτη Γυμνασίου και έγινε ο παρτενέρ της. Άρχισε μάλιστα και το κάπνισμα για χάρη του, γιατί η Δασκάλα έλεγε ότι πρέπει να θυσιάζεις συχνά το καλό του εαυτού σου, του σώματος και του εντός σου, για να έχεις τον ιδανικό παρτενέρ. Άλλωστε, η Ελένα δεν ήταν σαν τα άλλα κορίτσια που ήταν κατώτερα, συνεπώς απαιτείτο να έχει σημάδια του παρτενέρ της πάνω της. Γι' αυτό και συχνά στα διαλείμματα στις τουαλέτες του σχολείου ή στο πάρκο της περιοχής τον άφηνε να της κάνει όσα σημάδια εκείνος ήθελε. Ήταν τρόπαια για το πόσο καλή μαθήτρια ήταν. Διότι εκείνη διέφερε. Τα άλλα κορίτσια έπαιρναν αυτοκόλλητα στην ορθογραφία στα Αγγλικά και τα Γαλλικά, εκείνη έπαιρνε τα σημάδια του χορού που αγαπούσε. Άλλωστε ήταν ήδη διαμάντι και τα αυτοκόλλητα δεν της χρειάζονταν. Και έτσι τα δικά της αυτοκόλλητα γίνονταν όλο και πιο σκουρόχρωμα.

Οι μήνες στην πρώτη Λυκείου πέρασαν αργά και ήταν γεμάτοι αγωνία. Η Ελένα στα διαλείμματα στεκόταν όρθια στη γωνία της και παρατηρούσε τα υπόλοιπα φανταχτερά παιδιά. Ο Αρτέμης στη μέση της χρονιάς παράτησε το σχολείο, διότι ο σωστός, ο κατάλληλος, ο χαρισματικός χορευτής-παρτενέρ δεν υποβαθμίζει την αξία του και τις χορευτικές του ικανότητες με συστημικές γνώσεις. Ωστόσο, εδώ που τα λέμε, ήταν πράγματι συστημικές, αλλά σε ένα τοίχο η Ελένα είχε διαβάσει κάτι που έλεγε πάνω κάτω πως και να μην ήταν συστημικές, πάλι ο Αρτέμης θα έφευγε απ' το σχολείο. Όμως, με αυτόν τον τρόπο έφυγε με το κεφάλι ψηλά, όπως του άρμοζε, όπως θα άρμοζε στον παρτενέρ της Ελένας, οπότε ήταν εντάξει με αυτό. Άλλωστε, δεν ήξερε ακριβώς τι πάει να πει "συστημικός", όμως φαινόταν σαν μια δυναμική λέξη για να χαρακτηρίζει οτιδήποτε της την σπάει, οπότε σαφώς και την χρησιμοποιούσε στο εξής.


Ενώ ο Αρτέμης ξεκίνησε την καριέρα του στον χορό των πολεμικών τεχνών και του πολιτικού φάσματος, η Ελένα τον θαύμαζε και ανυπομονούσε να φύγει απ' το σχολείο κι εκείνη για να πάει να ζήσει μαζί του. Ωστόσο, μιας και εκείνος δεν βρισκόταν πια στην αυλή του σχολείου, εκείνη έμεινε να κοιτάζει τις άλλες μαθήτριες με τους δικούς τους παρτενέρ και να εξοργίζεται σιγά σιγά με την κατάστασή της. Όσο ο θυμός θεμελιωνόταν μέσα της και το μίσος άρχιζε να πιάνει αλόγιστες συχνότητες, η Ελένα αποφάσισε να δείξει σε όλους πόσο μοναδική και ξεχωριστή ήταν, πως ήταν η πιο κατάλληλη μαθήτρια για την Δασκάλα που μοιράζονται τώρα σχεδόν όλοι. Ήξερε πως θα μπορούσε να εκραγεί, εάν δεν δικαιωνόταν εν τέλει. Έτσι, άφησε πίσω την καθημερινότητα της τέλειας Ελένας που ήξερε ποια είναι και πόσο σωστή χορεύτρια του καθρέφτη είναι και έβαλε μπρος το σχέδιο της καθημερινότητας που θα αποδείκνυε και στους άλλους το αξίωμα αυτό.


Το πρώτο άτομο που θα ήθελε να κερδίσει πίσω ήταν η πολυαγαπημένη της Δασκάλα. Γι' αυτό και ετοίμασε ένα τεράστιο άλμπουμ φωτογραφιών που έβγαζε με την κάμερα της μητέρας της ή το καινούριο της κινητό και έστελνε λίγες λίγες τις φωτογραφίες για να της δει εκείνη και να καταλάβει πόσο λάθος έκανε που δόθηκε και σε άλλους μαθητές. Έπειτα, ακριβώς επειδή ο Αρτέμης ήταν εκείνος ο ιδανικός παρτενέρ που την καταλάβαινε και που ήταν ο ένας και μοναδικός για εκείνη, της προσέφερε συχνότερα και μεγαλύτερα σημάδια της αγάπης και του δεσμού του μαζί της, τα οποία είχαν πάρει και διαφορετικές διαστάσεις. Σαν να του το 'χε ζητήσει, σαν να διάβασε στα μάτια της τι ακριβώς εκείνη ήθελε να της προσφέρει, η Ελένα πλέον είχε πάνω της τα αυτοκόλλητα του παρτενέρ της που αποδείκνυαν σε όλους στο σχολείο πως, ακόμη κι εάν εκείνος απουσιάζει, είναι στη ζωή της και την κατέχει και κανείς άλλος δεν μπορεί να την πλησιάσει ή να του μοιάσει. Τα άλλα κορίτσια είχαν κι αυτά παρτενέρ, όμως τα σημάδια της Ελένας έκαναν τη σχέση τους πιο δεσμευτική, πιο αληθινή, πιο αυθεντική και διαφορετική. Η Ελένα αναγνώριζε ότι ο Αρτέμης ήθελε με κάποιο τρόπο να βρίσκεται πάντοτε μαζί της και γι' αυτό αντάλλασσε την παρουσία του με την απόδειξη της παρουσίας του στη ζωή της, κάτι που σαφώς ήταν μακράν πιο σημαντικό.

Έπειτα, η Ελένα συνέχιζε να μαθαίνει από τον Αρτέμη λέξεις όπως αντισυστημικός, παρακράτος, ενότητα, καθεστωτικός, περιθώριο, υπερηφάνεια, αγώνας, δικαίωμα, καταπίεση και να της ενσαρκώνει στα βήματα του χορού που της είχε μάθει η Δασκάλα, μονάχη της, με την δική της τέχνη, την τέχνη της ιδιοσυγκρασίας της, χωρίς τη Δασκάλα, βασισμένη όμως πάντοτε στα βασικά βήματα του χορού του καθρέφτη που της είχε διδάξει. Σύντομα, η Ελένα χρησιμοποιούσε τις λέξεις αυτές, σε συνδυασμό με τον ανεξήγητο θυμό και το μίσος που είχε γεννηθεί μέσα της, σε καυστικές συζητήσεις με τους καθηγητές, του άλλους μαθητές που ήταν ανόητοι μπροστά της και στις παρέες του Αρτέμη, διότι εκείνη δεν ήταν σαν τα άλλα κορίτσια, που είναι κατώτερα από τα αγόρια και δεν πρέπει να αντιμιλάνε στους καθηγητές. Ήταν ξανά αυτό που έπρεπε, που ήθελε, που επιβαλλόταν, που γεννήθηκε για να είναι: διαφορετική, ξεχωριστή, μοναδική.


Τα πίρσινγκ της Ελένας αυξήθηκαν μαζί με τα τατουάζ και τα μαλ
λιά της δεν ήταν πια όπως των άλλων κοριτσιών, αλλά βαμμένα γκρι με ξανθό και λίγο μαύρο στη ρίζα. Κάποια κορίτσια που έπαιρναν επίσης το δρόμο του μίσους και του θυμού συνήθιζαν να ξυρίζουν ελαφρώς τα μαλλιά τους, να τα βάφουν έντονο φούξια ή μπλε και να φοράνε ζαρτιέρες με χοντρές μπότες και δερμάτινα τζάκετς, ενώ άλλα τα άφηναν μακριά και φορούσαν παντελόνια χίπικα και βραχιόλια χρωματιστά. Εκείνη, όμως, δεν θα μπορούσε να αλλοιώσει έτσι τον εαυτό της, ήταν το τέλειο κορίτσι και ήταν διαφορετική ούτως ή άλλως, επομένως αρκούνταν στο να βάφεται, να βάζει πολύ μαλακτικό και να επιμελείται της ενδυμασίας της. Τα ρούχα της παρέμειναν ίδια σε στυλ, διότι η Δασκάλα ξέρει καλά και τις είχε μοιράσει τα σωστά περιοδικά μόδας και του ορθού σωματότυπου. Και η Ελένα πλέον τα είχε όλα και ήταν ξανά ενθουσιασμένη.

2014

Η Ελένα ήταν πλέον 17 χρονών και έφτανε στο τέλος της δευτέρας Λυκείου. Το σχολείο είχε αρχίσει να γίνεται απαιτητικό εν όψει των Πανελληνίων εξετάσεων και όλοι έπρεπε σιγά σιγά να αποφασίσουν τι δρόμο θα ακολουθήσουν. Η Ελένα δεν χρειαζόταν να επιλέξει, ήξερε ότι στη ζωή της της αξίζουν όλα, όλα, τα πάντα. Όλα φτιάχτηκαν για εκείνη, όλα ήταν δικά της. Και ο καιρός θα τα 'φερνε για να τ' αποκτήσει. Όσα σημάδια κι αν χρειαζόταν να αποκτήσει ακόμα, όσο κι αν ανάλωνε το σώμα και την ψυχή της στον πόνο, στο τσιγάρο, στο βίαιο σεξ της αγάπης, στο αλκοόλ, στα ξενύχτια που δεν καταλήγουν ποτέ σπίτι της, στο μωβ βερνίκι με τα πολύπλοκα σχέδια και στο να αγνοεί τα βιβλία, τους ανθρώπους, τα χέρια που της δίνονται, τα οποία υποβαθμίζουν το "είναι" της, ήξερε πως θα μπορούσε να τα υποστεί όλα απ' την αρχή, ώστε η ζωή να της τα φέρει ξανά όπως τα θέλει. Και αυτό, που πάντα η Ελένα θέλει, είναι να ξέρουν οι πάντες πως είναι η καλύτερη μαθήτρια της Δασκάλας της.

Μόλις μπήκε το καλοκαίρι και ο ελεύθερος χρόνος της Ελένας, αυτός που μπορούσε να της προσφέρει την αιωνιότητα του να περιστρέφεται και να περιστρέφεται όλη την ώρα και να χορεύει μπροστά απ' τον καθρέφτη, μπροστά απ' τις βιτρίνες, μπροστά απ' το πλήθος, ελαττώθηκε δραματικά λόγω των φροντιστηρίων για τις Πανελλαδικές, η Ελένα είχε για πρώτη φορά τη ζωή της στιγμές αποκομμένες από τη Δασκάλα, το χορό, τον Αρτέμη, τα κατώτερα κορίτσια και τον καθρέφτη. Για να αποφύγει την εστίαση στο διάβασμα, έτσι όπως στεκόταν απάνω απ' το βιβλίο και κοιτούσε το καλλωπισμένο βερνίκι στα νύχια της, άρχισε να σκέφτεται με ανεξάρτητο από το μάθημα της Δασκάλας νου. Σκέφτηκε το χορό, σκέφτηκε τον καθρέφτη. Σκέφτηκε πως θα προτιμούσε ίσως να είχε ξεκινήσει οριεντάλ ή χιπ χοπ ή ακόμα και κλακέτες. Σκέφτηκε πως η χίπικη φούστα της Μαριάννας στο Λύκειο δεν θα πίεζε τα πόδια της και την κοιλιά της όπως τα στενά ψηλοκάβαλα τζιν που φοράει. Σκέφτηκε πως η Χριστίνα δεν χρειάζεται να χτενίζει τα μαλλιά της, εφόσον τα έχει ξυρίσει και σκέφτηκε και πως ο Μάνος της έκανε πάρτι-έκπληξη στην αυλή του σχολείου με τούρτα παγωτό και ένα κρεμαστό. Σκέφτηκε πως πρόσεχε τη γωνία της στο σχολείο όσο βρισκόταν εκεί και την κρατούσε καθαρή, όμως ποιος ξέρει; Ίσως πριν το διάλειμμα ή το βράδυ να είχε μπει κανένα σκυλί μέσα και να την είχε κατουρήσει, ή να είχε κουτσουλήσει κανένα σπουργίτι, και να έπεφταν έντομα και σκόνη απ' τα φύλλα των δέντρων. Σκέφτηκε τα αυτοκόλλητα.

Όταν συνήλθε και επανέφερε τη συγκέντρωσή της, πετάχτηκε απ' την καρέκλα αφού παρατήρησε πως είχε με τα δόντια της ξύσει το βερνίκι από τρία από τα νύχια του ενός χεριού της. Τραντάχτηκε, οι παλμοί της αυξήθηκαν και την κυρίευσε ένα κύμα από στρες και αγωνία. Η Ελένα ποτέ δεν τρώει τα νύχια της, πρέπει να είναι καλοφτιαγμένα και βαμμένα στην εντέλεια, σαν τα ανώτερα κορίτσια, τα κορίτσια του περιοδικού. Όπως θα την ήθελε και ο Αρτέμης. Όπως θα την ήθελε και η Δασκάλα. Όπως θα την ήθελε και ο καθρέφτης για το χορό. Εκείνη τη στιγμή, η Ελένα ένιωσε ανίκανη να ακολουθήσει οποιαδήποτε κατάλληλη οδηγία για την σωστή αντιμετώπιση από αυτά τα όντα, για την αντιμετώπιση που της αρμόζει. Έπρεπε να ξεβάψει όλα τα νύχια και να τα βάψει από την αρχή, ίσως και να κόψει και να λιμάρει τις άκριες, μιας και τις είχε φθείρει λίγο με τα δόντια. Η Ελένα ένιωσε βρώμικη, ακατάστατη, ατημέλητη, αδέξια. Το τοξικό μίσος που έκανε στροφές στο στομάχι της, άρχισε να εναντιώνεται στον εαυτό της και να την πληγώνει από μέσα.

Εκείνο το λεπτό, συνειδητοποίησε ποιο ήταν το λάθος που είχε κάνει. Είχε αρχίσει να θαυμάζει τον Αρτέμη και να του φέρεται όπως κανονικά υποτίθεται πως θα έπρεπε να της είχε φερθεί εκείνος. Τον έβλεπε από χαμηλά, τον είχε ανάγκη, τον θαύμαζε. Ο ύψιστος κόσμος που έπρεπε εκείνος να εκτιμάει σε αυτήν είχε τώρα μετατοπιστεί στην παρουσία του και εκείνη ήταν η λάτρης. Η Ελένα αναρωτήθηκε εάν αυτό ήταν η αιτία που η Δασκάλα της την εγκατέλειψε ελαφρώς και την αντικατέστησε με ένα σωρό άλλους μαθητές, μέχρι να βρει καινούριο κορυφαίο ακόλουθο. Όχι. Δεν έπρεπε να συμβεί έτσι. Δεν έπρεπε να κάνει αυτό το λάθος. Τόσο καιρό νόμιζε πως κάτι πήγαινε στραβά με εκείνη, ενώ η πραγματική αιτία ήταν ότι ανέβασε τον Αρτέμη πιο ψηλά από τον εαυτό της. Τώρα ήταν έτοιμη να μετατοπίσει ξανά αυτήν την αξία. Τώρα ήταν αποφασισμένη. Θα γινόταν μια σωστή γυναίκα, μια αγωνίστρια. Και τίποτα απ' όσα της είχε μάθει ο Αρτέμης δεν θα ήταν πλέον ορθά. Πώς μπόρεσε να της το κάνει αυτό;

Στην τρίτη Λυκείου, τη χρονιά των Πανελλαδικών, η Ελένα ήταν βέβαιη πως είχε βρει τον εαυτό της. Το μίσος της για τον Αρτέμη είχε χτυπήσει κόκκινο και τα σημάδια πάνω της το αποδείκνυαν. Κρατούσε πάντοτε τα σημάδια για να θυμάται το μίσος. Ο Αρτέμης ήταν όμως κομμάτι της ζωής της, ήταν ο παρτενέρ της. Δεν θα μπορούσε να τον αφήσει. Άλλωστε, είχε ανάγκη πλέον τα σημάδια για να μπορεί να αναγνωρίζει τον εαυτό της. Χωρίς αυτά, το σώμα της ήταν κάτι ξένο. Μα είχαν περάσει σχεδόν πέντε χρόνια απ' την τελευταία φορά που είχε δει το σώμα της χωρίς αυτά. Άλλωστε, τώρα που όλα τα κατώτερα κορίτσια, όπως και η Χριστίνα, ολοκλήρωναν τις σχέσεις τους με τους δικούς τους παρτενέρ, εκείνη είχε να αποδείξει ότι αυτό το στάδιο το είχε περάσει πολύ πριν. Τα σημάδια της θύμιζαν ποια είναι. Ο Αρτέμης ήταν ο μισός της εαυτός και παραπάνω. Το μίσος έκανε την καρδιά της να πάλλεται ακόμα. Και η ζωή για άλλη μια φορά επιβαλλόταν να τα φέρει όπως πρέπει.
Η χρονιά αυτή ήταν πνιγμένη σε εντάσεις ανάμεσα στην κοινή ζωή και το περιθώριο. Η Ελένα προσάρμοζε τις λέξεις που έμαθε απ' τον Αρτέμη σε ένα αντίθετο δικό της ρεύμα που είχε μόλις ξυπνήσει μπροστά στα μάτια της. Οι λέξεις που είχε μάθει μεταλλάχτηκαν σε μαφία, αντιφασισμός, τοξικοεξαρτημένος, νεοφεμινισμός, τρομοκρατία, μηδενισμός, νεοαναρχικός, μολότοφ, φυλακές τύπου Γ', αλληλεγγύη, αντάρτες, βενζίνη, κρεμάλα, ρεφορμισμός. Για να κερδίσει πίσω τα τα βήματα που είχε χάσει και το σταθερό της έδαφος, έπρεπε να αντιπαρατεθεί με την ζωή και τις λέξεις του Αρτέμη, όμως παράλληλα να κρατήσει απόσταση και από τα κανονικά παιδιά που μιλούσαν πάντα για ποδόσφαιρο και έρωτες και από τα λιγότερο λαμπερά πετράδια των γωνιών που μιλούσαν και μιλάνε ακόμα για το καλοκαίρι και τα παγωτά που θα φάνε. Η Ελένα βρισκόταν σε διαδηλώσεις, σε ίντριγκες, σε αντιπαραθέσεις στις καταλήψεις του σχολείου, σε μπάχαλα, στη φωτιά. Ήταν το κάτι άλλο. Μια ολοκαίνουρια ζωή μόνο για εκείνη. Η ζωή που της άξιζε. Πολλοί άρχισαν να την θαυμάζουν για τις λέξεις που πρόφερε και να την πλησιάζουν με διάφορους τρόπους. Ήταν ξανά στην κορυφή!

Καθώς ο Αρτέμης δεν ήταν στην καθημερινότητά της πια, λόγω των πολλών ωρών που αφιέρωνε στην καριέρα του, η Ελένα περνούσε τα βράδια της χαρίζοντας καινούρια, φρέσκα σημάδια στο σώμα της. Κάποτε βρέθηκε και ένα αγόρι μέσα από μια διαδήλωση που την πλησίασε όπως πλησίαζε και ο Μάνος τη Χριστίνα, όμως εκείνος δεν είχε να της προσφέρει σημάδια και τον απώθησε απευθείας. Έπαιρνε μάλιστα μέρος και σε δυναμικές δράσεις αλληλεγγύης και συντροφικότητας και διάβαζε συνέχεια κείμενα που ενίσχυαν τις λέξεις που γνώριζε για τον νέο της εαυτό, όχι όχι, τον πραγματικό της εαυτό, αυτόν που έπρεπε πάντοτε να κατέχει. Κείμενα δικά της βέβαια δεν έγραψε ποτέ, διότι δεν ήξερε τι να πει και δεν ήταν δα και για εκείνη τα γράμματα, όπως και το σχολείο, την υποβάθμιζαν και εκείνη ήξερε καλύτερα. Το περιθώριο στην νέα τάξη πραγμάτων είχε χωριστεί σε δυο πόλους, τον αυθεντικό πόλο του ανεπιθύμητου αλλά λαμπρού περιθωρίου των σκονισμένων πετραδιών και τον πλαστό πόλο του επιθυμητού, πολλά υποσχόμενου περιθωρίου που είχε τις ρίζες του στα μαθήματα της Δασκάλας της Ελένας. Η Ελένα μετά χαράς πήδησε στον δεύτερο πόλο, που της άρμοζε και γνώριζε πως θα έλαμπε εκεί μέσα περισσότερο απ' όλους, καθώς τώρα που βρήκε το δρόμο της θα ανέβαινε πάλι στην κορυφή των προτιμήσεων της Δασκάλας.

2016

Η Ελένα δεν πέρασε στο Πανεπιστήμιο. Δεν πέρασε για την ακρίβεια σε καμία σχολή, μιας και τα μόρια δεν έφταναν για να της πουν ποια θα είναι. Μόνη της γνώριζε αρκετά καλά. Μετακόμισε στην Αθήνα για να σπουδάσει σε μια ιδιωτική σχολή που την έστειλαν οι γονείς της, μιας και η ζωή ήταν δεσμευμένη να τα φέρνει έτσι στην Ελένα, ώστε όλα να της πάνε καλά και να μην την υποβαθμίζουν. Στο αμφιθέατρο, τα άλλα κορίτσια δεν της μιλούσαν, μιας και βρισκόταν πάλι ανάμεσα στους κατώτερους και ένιωθε ξένη. Δυναμική ξένη, όμως. Απ' αυτές που ξέρουν ότι σε λίγο καιρό θα κατέχουν ολόκληρη την περιοχή και θα ναι υπ' ευθύνη τους. Γι' αυτό η Ελένα δεν ανησυχούσε. Ήταν εντάξει και είχε μάθει να περιμένει τη ζωή να της τα φέρει. Εκτός απ' αυτό, είχε και κάτι πολύ δυνατό πάνω της: το μίσος και το τίποτα. Τον ασταμάτητο θυμό και το μηδέν. Δεν είχε τίποτε να χάσει, διότι όλα, μα όλα ήταν δικά της. Ακόμη και οι ανταγωνιστές της, ήταν δικοί της, οπότε ό,τι και να της έπαιρναν, πάλι δικό της θα κατέληγε.

Στα Εξάρχεια, συμμετείχε με την παρουσία της σε καταλήψεις, σε δράσεις, σε παρέες. Παρόλο που πλέον είχε απομακρύνει από τη ζωή της τον Αρτέμη, μιας και δεν της φτάναν πια τα σημάδια που της άφηνε, το τσιγάρο και η συνήθεια του να υπάρχει εκείνος γύρω της δεν μπορούσε να τα αποχωριστεί. Για να κάνει μάλιστα πιο έντονη την παρουσία και την επιρροή του, έπινε πολύ χόρτο, περισσότερο αλκοόλ και εκπαιδευόταν στο να πετάει βόμβες φωτιάς και πέτρες. Η Ελένα ήταν χαρούμεη, ευτυχισμένη. Τα άτομα που την περιτριγύριζαν τη λάτρευαν και όλοι ήθελαν να έχουν ένα κομμάτι της, να αφήσουν ένα σημάδι πάνω της. Η Ελένα δεν άντεχε να την υποβαθμίζουν, όμως δεν μπορούσε πραγματικά να ζήσει χωρίς την υποβάθμισή της. Όμως η αντιπαράθεση σε καθετί που καταπιέζει, είναι must. Το φώναζε το μίσος που είχε μέσα της. Ο σεξισμός και τα κοινωνικά πρότυπα έπρεπε να καταπατηθούν και να θαφτούν βαθιά στο χώμα, όπου ανήκουν οι ρίζες. Όμως το ντύσιμο και η εμφάνιση των κοριτσιών στα περιοδικά μαζί με τα βήματα του χορού της Δασκάλας ήταν επίσης απαραίτητα και ισάξια με το οξυγόνο. Η πατριαρχία, η βία και η σιωπή έπρεπε να πεθάνουν. Όμως τα σημάδια ήταν ζωτικής σημασίας.

Η Ελένα είναι χαρούμενη. Η Ελένα ξέρει πλέον τον εαυτό της και βρίσκει σιγά σιγά το δρόμο της. Η Ελένα είναι υπερήφανη! Και η Δασκάλα επίσης. Κανείς δεν μπορεί πια να της στερήσει την λαμπερή της γωνία. Τίποτα δεν μπορεί να της προκαλέσει πια το στρες που έκανε τα νύχια της να ξεβάψουν. Κανείς δεν θα τολμήσει ποτέ να την κάνει να αμφισβητήσει το τέλος της υποβάθμισής της. Και κανείς δεν θα πάρει ποτέ τη θέση του Αρτέμη στην καρδιά της, εάν δεν της αφήνει τα σημάδια που της αξίζουν. 


2030

Πέρασα από το παλιό μου σπίτι στα Εξάρχεια. Στον τοίχο δίπλα απ' την πόρτα μια Ελένα το 2016 είχε γράψει "Ίδια είναι τα αφεντικά, δεξιά κι αριστερά." Και προς τιμήν της δικής μου σκονισμένης γωνιάς στο σχολείο, έγραψα χωρίς να με νοιάζει αν με κοιτούν "Ακόμα και στην Αναρχία βρίσκω ανθρώπους με εξουσία. Δεν ανήκω πουθενά."      


-Δον Ψυχώτης